Η Σοφία και η Χριστίνα ξαναείδαν τα παιδάκια, μόλις έφτασαν στις σκάλες του μετρό. Ήταν όπως και τα Χριστούγεννα, την προηγούμενη εβδομάδα, πρωί-πρωί εκεί, το κοριτσάκι με το τρίγωνό του, το αγόρι, λίγο πιο μεγάλο αυτό, με ένα ακορντεόν. Το ακορντεόν δεν ήταν τόσο μεγάλο, όχι σαν αυτά που ήξεραν οι δύο μικρές αδελφές. Πάντως το αγόρι δε φορούσε γάντια, για να πιάνει καλύτερα τα πλήκτρα. Κι έκανε ένα κρύο εκείνη τη μέρα…
Όπως και την προηγούμενη εβδομάδα, τα δυο αδελφάκια μπήκαν στο πρώτο βαγόνι. Η Σοφία και η Χριστίνα τα ακολούθησαν κι αυτές με τα τριγωνάκια τους, αλλά κάθισαν στη γωνία και περίμεναν, γιατί δεν ήταν η σειρά τους. Τα ξένα αδελφάκια άρχισαν να παίζουν τα κάλαντα, το αγόρι στο ακορντεόν και το κορίτσι στο τρίγωνο και να τραγουδούν. Τι υπέροχες φωνές ήταν αυτές…
Ο κόσμος που ήταν αγουροξυπνημένος δεν τους έδινε καμία σημασία, ούτε είχε γυρίσει να τους κοιτάξει. Υπήρξαν βέβαια δυο-τρεις που έκαναν την κίνηση να βγάλουν το πορτοφόλι τους, αλλά μόλις είδαν τα παιδιά, το ξανάβαλαν στην τσέπη τους και συνέχισαν να διαβάζουν την εφημερίδα τους. Το κοριτσάκι πήγαινε από κάθισμα σε κάθισμα, αλλά δε ζητιάνευε τα χρήματα. Έβλεπε ότι κανένας δεν του έδινε τίποτα και συνέχισε να προχωρά. Μέχρι που έφτασαν στην επόμενη στάση και τα αδελφάκια βγήκαν από το βαγόνι για να μπούνε στο άλλο.
Τότε ήταν η σειρά της Σοφίας και της Χριστίνας. Άρχισαν να λένε τα κάλαντα:
«Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δενδρολιβανιά, κι αρχή κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά, εκκλησιά με τ’ Άγιο Θρόνο…»
Ο κόσμος τότε τις κοίταξε και με μία ανακούφιση έβγαλε τα πορτοφόλια του κι άρχισε να τους δίνει χρήματα.
«Και του χρόνου, χρόνια πολλά!…»
Οι δύο αδελφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν ήξεραν αν είναι ευχαριστημένες, ένιωθαν ότι αυτά τα χρήματα ίσως να έπρεπε να δοθούν πρώτα σε άλλους, στα άλλα δύο παιδάκια, που είπαν τα κάλαντα πριν από αυτές. Και τραγούδησαν πολύ καλύτερα…
«Πώς σε λένε, κοριτσάκι μου;», ρώτησε ξαφνικά μία κυρία.
«Χριστίνα», απάντησε η μικρότερη αδελφή.
«Χριστίνα… Και γιόρταζες πριν λίγες μέρες», είπε ξανά η κυρία με έκπληξη, χαϊδεύοντάς την στα μαλλιά και βγάζοντας άλλο ένα χαρτονόμισμα από το πορτοφόλι της.
«Ευχαριστούμε πολύ…», είπε η Σοφία και τράβηξε την αδελφή της να προχωρήσουν παρακάτω.
Αυτό είχε γίνει και την προηγούμενη εβδομάδα. Τα κορίτσια είχαν βγει πάλι από πολύ πρωί στο δρόμο, στο μετρό, στα καταστήματα για να πουν τα κάλαντα και ο κόσμος τους έδινε χρήματα. Και πάντα έρχονταν δεύτερες, μετά από τα άλλα παιδιά, που ο κόσμος τα αγνοούσε. «Γιατί άραγε;», είχαν σκεφτεί τα κοριτσάκια και το είχαν συζητήσει μεταξύ τους, αλλά δεν καταλάβαιναν ακριβώς το λόγο.
Τα άλλα παιδάκια ήταν ξένα, δε μίλαγαν πολύ καλά ελληνικά. Επιπλέον ήταν κάπως σκούρα, πιο μελαχρινά από τη Σοφία και τη Χριστίνα σίγουρα. Αυτό όμως δεν τους φαινόταν και πολύ καλός λόγος για να τους διώχνουν όλοι.
«Να τα πούμε;», έλεγε πάντα το αγόρι, που ήταν και το πιο μεγάλο.
«Μας τα ‘παν άλλοι», του απαντούσαν οι καταστηματάρχες ανόρεχτα, ακόμα κι αυτοί που μόλις άνοιγαν τα μαγαζιά τους εκείνη την ώρα.
«Μα ποιοι άλλοι;», έλεγαν τα κορίτσια μεταξύ τους και δίσταζαν να επισκεφτούν το ίδιο μαγαζί. Τελικά όμως πήγαιναν σε αυτό και όταν ρωτούσαν τον ίδιο μαγαζάτορα «να τα πούμε;», αυτός τους χαμογελούσε πλατιά και τους έλεγε «να τα πείτε, να τα πείτε…». Κάποιος άλλος τις είχε φωνάξει μόλις άνοιξε και τους είπε «πείτε μου εσείς τα κάλαντα, μην έρθουν τα ζητιανάκια και μου χαλάσουν την τύχη…».
Τα ξένα αδελφάκια όμως ήταν πολύ καθαρά και φόραγαν καλά ρούχα. Δεν έμοιαζαν με ζητιανάκια, δεν ήταν ζητιανάκια, σίγουρα όχι. Ήταν χτενισμένα, το κοριτσάκι είχε ένα πολύ ωραίο κοκαλάκι στα μαλλιά. Της Χριστίνας της άρεσε πολύ το κοκαλάκι του κοριτσιού. Αν ήταν επιβάτης ή μαγαζάτορας θα τους έδινε λεφτά, μόνο και μόνο επειδή φαίνονταν καλά παιδιά, ήταν καθαρά και φορούσε το κοριτσάκι αυτό το ωραίο κοκαλάκι. Η Χριστίνα όμως δεν ήταν μαγαζάτορας…
Η μόνη που τους είχε δώσει λεφτά την προηγούμενη εβδομάδα ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα σε ένα παγκάκι. Η γυναίκα είχε φωνάξει η ίδια τα δύο αδελφάκια κοντά της.
«Πείτε μου τα κάλαντα», τους μίλησε γλυκά και τα παιδιά άρχισαν να τραγουδάνε:
«Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά…»
«Όχι αυτά», τους διέκοψε η κυρία. «Τα δικά μας κάλαντα πείτε μου».
Και τότε το αγόρι άρχισε να παίζει μια υπέροχη μελωδία στο ακορντεόν του και να τραγουδά με την αδελφή του σε μια ξένη, ακαταλαβίστικη γλώσσα. Ήταν τόσο ωραία αυτά τα ξένα κάλαντα! Η Σοφία και η Χριστίνα στέκονταν λίγα βήματα πιο πίσω, ίσα που να μην τις καταλάβουν, και προσπαθούσαν να ακούσουν αυτό το τόσο ωραίο τραγούδι. Η κυρία στο παγκάκι είχε συγκινηθεί, έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη της και σκούπισε τα μάτια της. Κατόπιν άνοιξε το πορτοφόλι της, έδωσε λεφτά στα παιδιά και τα φίλησε.
Και τα παιδιά είχαν συγκινηθεί, ήταν όμως και πολύ χαρούμενα γιατί αυτή η γυναίκα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έκατσε να τα ακούσει. Ίσως να ήταν και ο μοναδικός άνθρωπος που είχε δώσει λεφτά στα παιδιά την προηγούμενη εβδομάδα, τη μέρα που λένε τα κάλαντα…
Η Σοφία και η Χριστίνα τα σκέφτονταν όλα αυτά. Έβλεπαν ότι το ίδιο θα γινόταν μάλλον και αυτή τη μέρα. Δεν το θεωρούσαν σωστό, το έβρισκαν άδικο. Κανένας δεν έδινε, ούτε θα έδινε λεφτά στα παιδιά. Και ίσως κάποιοι να τους φέρονταν κι άσχημα…Εκτός ίσως από αυτή την κυρία στο παγκάκι, αν την ξανάβρισκαν.
«Έχω μια ιδέα», είπε η μεγαλύτερη Σοφία στην αδελφή της.
Στην επόμενη στροφή είδε τα παιδιά να βγαίνουν απογοητευμένα από το μπροστινό βαγόνι. Ένας ελεγκτής τα είχε σταματήσει και τους έλεγε να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους στο μετρό.
«Είναι μαζί μας», φώναξε η Σοφία από μακριά. Τα ξένα αδελφάκια γύρισαν με έκπληξη προς το μέρος των κοριτσιών.
«Εντάξει, αλλά να μην ενοχλείτε τους επιβάτες», είπε ο ελεγκτής.
«Σας το υποσχόμαστε», απάντησε η Σοφία και μαζί με την αδελφή της, τράβηξε τα δυο αδελφάκια και απομακρύνθηκαν.
«Ευχαριστούμε πολύ», είπε το αγόρι χαμογελώντας. Το ίδιο πλατύ χαμόγελο ευγνωμοσύνης είχε και η αδελφή του.
«Είμαστε η Σοφία και η Χριστίνα».
Τα ξένα αδελφάκια δίστασαν.
«Με λένε Γιάννη και την αδελφή μου Μαρία», είπε ντροπαλά το αγόρι.
Η Σοφία ήξερε ότι τα παιδιά είχαν στην πατρίδα τους άλλα ονόματα, αλλά δεν επέμεινε. Δεν ήθελε να τα κάνει να νιώσουν άσχημα.
«Θέλετε να πηγαίνουμε μαζί να λέμε τα κάλαντα;», ρώτησε το Γιάννη και τη Μαρία και είδε στα βλέμματά τους την απορία.
«Και θα μοιραστούμε στα τέσσερα τα λεφτά», πρόσθεσε αμέσως και η Χριστίνα.
Τα παιδιά δίστασαν, είχαν κοκκινίσει από ντροπή και είχαν κατεβάσει τα μάτια τους, κοίταγαν το πάτωμα.
«Μα…γιατί να τα μοιραστείτε μαζί μας;», ρώτησε τελικά ο Γιάννης.
«Γιατί τραγουδάτε πάρα πολύ ωραία και είναι άδικο να μη σας δίνουν λεφτά», απάντησε η Χριστίνα.
«Εξάλλου βγάλαμε καλό χαρτζιλίκι τα Χριστούγεννα από τα κάλαντα», γέλασε η Σοφία και έκανε με το που την είδαν τα άλλα δύο παιδιά να γελάει, γέλασαν κι αυτά. Κι ας μην είχαν καταλάβει τη λέξη «χαρτζιλίκι».
Και από κείνη την ώρα τα τέσσερα παιδιά άρχισαν να συνεργάζονται. Και ανακάλυψαν με μεγάλη τους έκπληξη ότι όλοι κάθονταν να ακούσουν τα κάλαντά τους και όλοι τους έδιναν χρήματα. Όλοι τους άνοιγαν τις πόρτες και μάλιστα πάρα πολλοί τους προσκαλούσαν και οι ίδιοι για να τους πουν τα κάλαντα. Και στο τέλος όλοι τους εύχονταν και τους χάιδευαν. Και τους τέσσερις.
Το αγόρι έπαιζε κάθε φορά τα κάλαντα με λίγο διαφορετικό σκοπό και τα κορίτσια τραγουδούσαν τη μια φορά πιο κεφάτα, την άλλη πιο νοσταλγικά, την τρίτη πιο συγκινητικά, την τέταρτη πιο γρήγορα και δυνατά. Κάθε τραγούδι ήταν γι’ αυτά κι ένα νέο παιχνίδι, κάτι διαφορετικό. Και στο τέλος της μέρας, όταν κάθισαν να μετρήσουν τα λεφτά που τους είχαν δώσει και τα μοίρασαν στα τέσσερα, η Σοφία και η Χριστίνα διαπίστωσαν ότι είχαν βγάλει ακόμα πιο πολλά λεφτά σε χαρτζιλίκι από την προηγούμενη εβδομάδα, από το να τα λέγανε μόνες τους.
«Πώς γίνεται αυτό;», απόρησε η μικρή Μαρία και ρώτησε τον αδελφό της Γιάννη και τις καινούριες φίλες της.
Τα παιδιά γέλασαν.
«Γίνεται και παραγίνεται», απάντησε η Σοφία. «Γιατί αυτό το πράγμα λέγεται συνεργασία».
Το αγόρι συμφώνησε.
«Λοιπόν;», είπε ο Γιάννης μόλις σηκώθηκαν και έβαλαν τα λεφτά στις τσέπες τους.
«Λοιπόν την άλλη εβδομάδα θα ξανασυναντηθούμε και θα πούμε τα κάλαντα των Φώτων», είπε και η Σοφία και συμφώνησαν και οι τέσσερις.
Φιλήθηκαν μεταξύ τους και αναχώρησαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις για τα σπίτια τους.
Η τελευταία μέρα του παλιού χρόνου είχε κάνει στα τέσσερα παιδιά ένα δώρο για να γιορτάσουν το νέο έτος:
Μια καινούρια φιλία!