Του Μαρκ Λόσον για την Guardian. Μετάφραση Μαρία Φακίνου.
Η πειστική μίμηση του λογοτεχνικού ντετέκτιβ του Ρέιμοντ Τσάντλερ από τον Τζον Μπάνβιλ φέρνει στο νου έναν μεγαλύτερο σε ηλικία Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.
Το εικοστό τρίτο μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Τζον Μπάνβιλ δίνει την αίσθηση ενός λογοτεχνικού ισοδύναμου της περιγραφής για τη Ρωσία από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ ως «ένα γρίφο τυλιγμένο σε μυστήριο μέσα σ’ ένα αίνιγμα». Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια αντιπροσωπεύει ένα λογοτεχνικό σήμα κατατεθέν τυλιγμένο σ’ ένα ψευδώνυμο μέσα σ’ έναν νικητή του βραβείου Μπούκερ. Παρόλο που εδώ πρόκειται για την απόπειρα του Μπάνβιλ να ακολουθήσει σ’ ένα μυθιστόρημα το ύφος του Φίλιπ Μάρλοου από τη σειρά βιβλίων του Ρέιμοντ Τσάντλερ, έχει επιλέξει να το εκδώσει με το όνομα Μπέντζαμιν Μπλακ, την ταυτότητα που έχει υιοθετήσει για μια σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων (που περιλαμβάνουν τον Διπλό θάνατο της Κριστίν Φολς και το Holy Orders) στα οποία πρωταγωνιστεί ο Κουίρκ, ένας Ιρλανδός παθολογοανατόμος στα 1950.
Ο Μπλακ-Μπάνβιλ επαναφέρει τον Μάρλοου παραμένοντας στην ίδια δεκαετία, η οποία βρίσκει τον ιδιωτικό ντετέκτιβ να μένει στη νοικιασμένη οικία της Λεωφόρου Γιούκα στο Λος Άντζελες που κατοικούσε στα τελευταία βιβλία του Τσάντλερ. Το Μεγάλο αντίο και το Πλεϊμπάκ τοποθετούνταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και χαρτογραφούσαν την ερωτική έλξη του Μάρλοου για την κληρονόμο Λίντα Λόρινγκ η οποία κατέληξε να του κάνει πρόταση γάμου. Καθώς ο Μάρλοου του Μπλακ-Μπάνβιλ εκφράζει την ελπίδα ότι θα παντρευτεί μια μέρα τη Λόρινγκ, η Ξανθιά με τα μαύρα μάτια μοιάζει να στέκεται ανάμεσα στα δύο τελευταία ολοκληρωμένα έργα του Τσάντλερ και στο Poodle springs, το τελευταίο, ημιτελές μυθιστόρημα με τον Μάρλοου, που ολοκλήρωσε ο Ρόμπερτ Μπ. Πάρκερ σε μια προηγούμενη επίσημη συνέχεια, που του ανέθεσε το Ίδρυμα Τσάντλερ για να σηματοδοτήσει την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα.
Η πλοκή, αν και καινούργια, ακολουθεί το συγγραφικό ύφος του δασκάλου. Μια αδιάφορη μέρα στο Λος Άντζελες, μια όμορφη νεαρή γυναίκα εμφανίζεται στο γραφείο του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Είναι η κυρία Κλερ Κάβεντις, κληρονόμος της αυτοκρατορίας μιας εταιρείας αρωμάτων που έχτισαν οι Λάνγκρις, μια οικογένεια Ιρλανδών μεταναστών. Για βασανιστικά ασαφείς λόγους, η κυρία Κ. έχει προσλάβει τον Μάρλοου για να βρει έναν πρώην εραστή της, τον Νίκο Πήτερσον, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Σύντομα ο ιδιωτικός ντετέκτιβ μαθαίνει ότι ο Πήτερσον έχει δολοφονηθεί και αποτεφρωθεί, αν κι αυτή η πληροφορία αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο καθώς ο ερευνητής ακολουθεί τα ίχνη όλο και πιο βαθιά στην εταιρεία αρωμάτων.
Η φήμη των πρωτότυπων μυθιστορημάτων έγκειται σε μεγάλο βαθμό σε δύο παράγοντες: στο ύφος της πρόζας και στο χαρακτήρα του Μάρλοου. Καθώς τα βιβλία ακολουθούν πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αυτά τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα, συνεπώς κάθε αντικαταστάτης του Τσάντλερ πρέπει να φέρει πειστικά και τα δύο. Όμως κυριαρχεί ευρέως η αντίληψη ότι το ύφος του Τσάντλερ αποτελούνταν ολοκληρωτικά από πνευματώδεις μεταφορές και ευφυολογήματα που έδεναν μεταξύ τους. Μάλιστα, ανάμεσα στις ατάκες που έχουν σταχυολογηθεί, η γλώσσα συχνά πλατιάζει και είναι πιο χαλαρή, όμως ο θρύλος για το υψηλού επιπέδου ύφος του Τσάντλερ είναι τόσο ισχυρός ώστε καθένας που διεκδικεί τη θέση του θα κριθεί από το πόσο επιτυχημένα το κατορθώνει.
Ο Ιρλανδός αντικαταστάτης υιοθετεί πειστικά τις συνήθειες του Τσάντλερ. Τα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Μάρλοου έχουν ένα παράδοξο ύφος δραστήριας ανίας, και αυτή η μίμηση απηχείται σε πολυάριθμες ατάκες. Ενώ επισκέπτεται κάποιον μάρτυρα, ο ντετέκτιβ αναφέρει ότι «βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Ήταν τόσο βαθιά που τα γόνατά μου σχεδόν χτύπησαν στο σαγόνι μου». Ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα πάνω σε μια λάμπα του κομοδίνου ρίχνουν σκιές που μοιάζουν «με κηλίδες αίματος που κάποιος είχε πιάσει να τις καθαρίζει αφήνοντάς το στη μέση».
Η μεγαλύτερη απόφαση για κάθε λογοτεχνικό εγγαστρίμυθο ‑την οποία αντιμετώπισαν πολυάριθμοι συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένου πιο πρόσφατα του Ουίλιαμ Μπόιντ, που έχει αναπτύξει τη σειρά βιβλίων με τον Τζέιμς Μποντ- είναι σε ποιο βαθμό αρκεί να πάρουν τον βασικό χαρακτήρα και να τον εντάξουν σε ένα δικό τους πλαίσιο, ή, εξίσου σημαντικό, κάποιον από τους ηθοποιούς που έχει παίξει τον ρόλο στη μεγάλη οθόνη. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι πιθανόν ο Σον Κόνερι και ο Ντάνιελ Κρεγκ της κινηματογραφικής μεταφοράς του Μάρλοου και είναι εύκολο να φανταστεί κανείς για πρωταγωνιστή της Ξανθιάς με τα μαύρα μάτια έναν μεγαλύτερο σε ηλικία Μπόγκαρτ. Ο Μάρλοου του Μπλακ-Μπάνβιλ ‑όπως κι ο 007 του Μπόιντ- έχει αρχίσει να ανησυχεί για τις συνέπειες που θα έχουν στην υγεία του τα ποτά και τα τσιγάρα που έχει καταναλώσει στη ζωή του, κατά τα άλλα όμως αναγνωρίζουμε εύκολα τη μορφή του πρωτότυπου χαρακτήρα: παίζει σκάκι, αυτοαναλύεται, είναι ευαίσθητος, απεχθάνεται τον εαυτό του. «Οι γυναίκες είναι το μόνο πράγμα που δεν καταλαβαίνω –εδώ δεν καταλαβαίνω τον ίδιο μου τον εαυτό, έστω και λίγο».
Αυτό που φέρνει στον Τσάντλερ ο Μπάνβιλ, μέσω του Μπλακ, είναι ενδεχομένως μια πιο έντονη λογοτεχνική ευαισθησία. Ο δικός του Μάρλοου έχει τις κεραίες του τεντωμένες στις λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας, βλέπει με μεγάλη χαρά το όνομα της κυρίας Λάνγκρις να μεταφέρεται κατά λάθος σε ένα μήνυμα ως «κυρία Λάνγκουις», (λογοπαίγνιο με τη λέξη αγωνία), και νιώθει συγκίνηση όταν κάποιος με τον οποίο συνομιλεί χρησιμοποιεί τη λέξη «νερόβραστος», που μόνο στα βιβλία την είχε συναντήσει μέχρι τότε. Σε μιαν άλλη περίσταση, όταν ο ιδιωτικός ντετέκτιβ συστήνεται με το όνομά του, η απάντηση από τον μάρτυρα είναι «Όπως ο θεατρικός συγγραφέας;», που την ακολουθούν μερικές κατάλληλες ατάκες από τον Δόκτωρ Φάουστους.
Πολύ πριν τιμηθεί με το βραβείο Μπούκερ το 2005 για το βιβλίο Η θάλασσα, ο Μπάνβιλ θεωρούνταν η επιτομή της σοβαρής και άξιας βραβείου λογοτεχνίας, όμως η δεκαετία που ακολούθησε φαίνεται πως έχει επιτρέψει να βγουν από μέσα του μια απόλαυση στην πλοκή και μια παιχνιδιάρικη διάθεση που δεν ήταν εμφανή στο παρελθόν. Ακόμα κι αν έχει συχνά απορρίψει τα αστυνομικά μυθιστορήματα, σε συνεντεύξεις και φεστιβάλ, ως «φτηνά», εκδίδει σχεδόν ένα κάθε χρόνο και πλέον φαίνεται ότι έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως προτιμά να προσθέσει στο ράφι του έναν Μπλακ-Τσάντλερ παρά έναν Μπλακ ή έναν Μπάνβιλ. Το είδος των νέων βιβλίων από νεκρούς συγγραφείς είναι παράξενο και συζητήσιμο, όμως ο Μπάνβιλ και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο για τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν παίξει το παιχνίδι τόσο καλά όσο καθένας θα μπορούσε.
[pl_alertbox type=“info”]
Το βιβλίο του Μπέντζμιν Μπλακ Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια κυκλοφορεί τη Δευτέρα 8 Ιουνίου σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
[/pl_alertbox]