1. Η άκρα δεξιά μπροστά στον εκλογικό καθρέφτη. Ποιοι την ψηφίζουν και γιατί.
Αναλύοντας στα κεφάλαια που προηγήθηκαν τη μεταπολεμική άκρα δεξιά, βρεθήκαμε ενώπιον ενός σύνθετου και αντιφατικού φαινομένου. Εκκινώντας από την υπόθεση εργασίας ότι, στην περίπτωσή της, έχουμε να κάνουμε με μια «πολύπλοκη αλχημεία», στην πορεία της μελέτης διαπιστώσαμε ότι η συνθετότητα και η αντιφατικότητα δεν αποτελούν περιστασιακές, φθίνουσες ή υπολειμματικές ιδιότητες, αλλά πυρηνικά και διαρκή συνοδευτικά στοιχεία τού ακροδεξιού φαινομένου. Οι ισχυρές ιδεολογικο-πολιτικές ταλαντώσεις του, που παλινδρομούν από την υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς έως την υιοθέτηση αρχών του κοινωνικού κράτους, από τον λαϊκιστικό αντικρατισμό έως τον αυταρχικό κρατισμό, από τον αξιακό συντηρητισμό έως τον πολιτικό εξτρεμισμό, από την άμεση δημοκρατία έως τον αντιπλουραλισμό και τον καισαρισμό, από τον ριζοσπαστικό αντικαπιταλισμό έως τον νεοφιλελευθερισμό, πιστοποιούν την αμφισημία και την πολυπλοκότητα του φαινομένου της μεταπολεμικής ακροδεξιάς.
Όσο πιο σύνθετο και αντιφατικό προβάλλει ένα πολιτικό φαινόμενο τόσο μεγαλύτερες εμφανίζονται οι δυσκολίες στην ανάλυσή του. Γι’ αυτό, κάθε εγχείρημα οριοθέτησης του ακροδεξιού φαινομένου που περιορίζεται στα ιδεολογικο-πολιτικά χαρακτηριστικά του παραμένει εντέλει ένα «μη-ικανοποιητικό» εγχείρημα, παρατηρεί ο Minkenberg (1994: 172). Οι επιδόσεις αναλυτικών προσπαθειών στο συγκεκριμένο πεδίο βελτιώνονται, όταν πέραν των χαρακτηριστικών της άκρας δεξιάς συνυπολογιστούν και εκείνα των οπαδών και υποστηρικτών της (στο ίδιο). Με άλλα λόγια, η άκρα δεξιά (ξανα)βρίσκει τον εαυτό της μέσα από τους άλλους, καθώς στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της εκλογικής πραγματικότητας και ενώπιον του εκλογικού σώματος. Επομένως, το ερώτημα ποια είναι η άκρα δεξιά συναρτάται άμεσα με το ποιοι είναι εκείνοι που την ψηφίζουν, αλλά και ποια είναι τα κίνητρα μιας τέτοιας εκλογικής επιλογής.
Παρατηρώντας τα εκλογικά δεδομένα για την άκρα δεξιά, διαπιστώνουμε ότι, με το πέρασμα του χρόνου, τα κόμματά της, εκείνα της ύστερης μεταπολεμικής και της μεταψυχροπολεμικής εποχής, συγκεντρώνουν ψήφους από τα περιβάλλοντα τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού ιδεολογικο-πολιτικού πόλου. Συν τω χρόνω, δηλαδή, βαθαίνουν τα πολυσυλλεκτικά γνωρίσματα της άκρας δεξιάς και γίνεται πιο ισοδύναμη η κατανομή στα κόμματά της ψηφοφόρων με προέλευση από υπαλληλικές και εργατικές επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται στο περιθώριο του συστήματος απασχόλησης. Πολυσυλλεκτική, με εκλογικές προσβάσεις στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, αλλά και στα χαμηλά, μεσαία και υπαλληλικά στρώματα που βιώνουν την κοινωνικο-οικονομική ανασφάλεια, την περιθωριοποίηση στην αγορά εργασίας και την υποβάθμιση, η άκρα δεξιά συλλέγει ψηφοφόρους όχι μόνο από την εκλογική δεξαμενή των κομμάτων της παραδοσιακής δεξιάς, αλλά και από τη δεξαμενή τής παραδοσιακής αριστεράς. Με μια ταξικά αρκετά αδιαφοροποίητη ψήφο, το φύλο (ανδρικό) και το εκπαιδευτικό επίπεδο (χαμηλό και μεσαίο) δημιουργούν πλέον την κυρίως διαφορά στην εκλογική προτίμηση των ψηφοφόρων υπέρ των κομμάτων της άκρας δεξιάς.
Το κίνητρο, ωστόσο, για την εκλογική επιλογή της άκρας δεξιάς υπερβαίνει τις κοινωνικο-δομικές αφετηρίες των ψηφοφόρων της. Με άλλα λόγια, δεν είναι οι χαμηλής και μεσαίας μόρφωσης άνδρες, ούτε τα «μπλε» και τα «λευκά κολάρα» από το περιθώριο του συστήματος απασχόλησης που εμφανίζουν ιδιαίτερη εκλογική κλίση προς την άκρα δεξιά. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να έχει προηγηθεί η ευθυγράμμιση της δικής της πολιτικο-ιδεολογικής προσφοράς με τη ζήτηση πολιτικο-ιδεολογικών διακυβευμάτων από τους εκλογείς (van der Brug 2003). Μάλιστα, όσο περισσότερο τα κατεστημένα κόμματα συγκλίνουν μεταξύ τους στις ιδεολογικές στάσεις και στα διακυβεύματα πολιτικής και όσο πιο συναινετικά παρουσιάζονται σε επίπεδο διακυβέρνησης τόσο περισσότερο διευκολύνεται η ευθυγράμμιση της άκρας δεξιάς με την εμφανιζόμενη πολιτική ζήτηση.
Στα παρακάτω, επιχειρούμε, κατά πρώτον, μια σκιαγράφηση της εκλογικής κοινωνιολογίας της ακροδεξιάς ψήφου: ποιες κοινωνικο-δημογραφικές ομάδες εκλογέων ψηφίζουν, αλλά και ποιες δεν ψηφίζουν τα κόμματα της άκρας δεξιάς. Στην ανάλυση αυτή, αντλούμε τα παραδείγματά μας από τα κόμματα του ακροδεξιού χώρου που εξετάσαμε στο Τρίτο Μέρος τού ανά χείρας βιβλίου. Επιπλέον, ορισμένες φορές, επικαλούμαστε εκλογικά δεδομένα από τη γαλλική άκρα δεξιά· καθώς το Front National έχει μελετηθεί διεξοδικά, η περίπτωσή του μας βοηθάει να κατανοήσουμε επαρκέστερα τις εμφανιζόμενες τάσεις στην εκλογική συμπεριφορά και να καταδείξουμε τα χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων του ακροδεξιού χώρου. Κατά δεύτερον, επιχειρούμε να αναδείξουμε τα κίνητρα μιας τέτοιας επιλογής και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς ψήφου. Αλλαγές στην κοινωνική δομή ωθούν μερίδα όσων θίγονται από τις αλλαγές αυτές, οι οποίοι βιώνουν, ή φοβούνται ότι θα βιώσουν, απώλεια κοινωνικού status, αλλά και μέρος των ψηφοφόρων που αντικομματικά και αντικοινοβουλευτικά προσανατολίζονται στην εκλογική επιλογή της άκρας δεξιάς. Όμως, κίνητρα όπως τα προαναφερθέντα, όσο σημαντικά κι αν είναι, συγχρόνως είναι και ανεπαρκή προκειμένου να εξηγήσουν την εκλογική στροφή των ψηφοφόρων στα κόμματα της άκρας δεξιάς. Ο κομματικός χώρος τής άκρας δεξιάς υπήρξε επί αρκετές δεκαετίες αδύναμος εκλογικά. Η ενδυνάμωσή του συνέπεσε, κατ’ αρχάς, με την ιδεολογικο-πολιτική σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης και τη συνάντηση της παραδοσιακής δεξιάς και της μη-κομουνιστικής αριστεράς στο κέντρο του ιδεολογικο-πολιτικού άξονα. Η εκλογική ενίσχυση του ακροδεξιού χώρου συνέπεσε, επίσης, με τη μεταμόρφωση των κομμάτων του χώρου αυτού, τα οποία, από αντικρατικά και αντιφορολογικά κόμματα, μετατράπηκαν σε αντιμεταναστευτικά, καθώς και σε κόμματα του «νόμου και της τάξης», εν γένει σε κομματικά μορφώματα που μεταστοιχειώνουν σε πολιτικά διακυβεύματα τους φόβους, τις αδυναμίες και τα εθνικο-πολιτισμικά στερεότυπα των εκλογέων.