Της Βασιλικής Λαλαγιάννη.

Théodore Géricault — Le Radeau de la Méduse
Τραγικό συμβάν με πολιτικές, κοινωνικές αλλά και αισθητικές προεκτάσεις, το ναυάγιο της φρεγάτας «Méduse» (Μέδουσα), το 1816, συντάραξε τη Γαλλία. Πέραν της πολιτικής διαμάχης που ξέσπασε τότε ανάμεσα σε φιλομοναρχικούς και δημοκρατικούς, μια σειρά από συγγραφείς και καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από αυτό, καθώς αποτέλεσε ιστορικό γεγονός που συνομίλησε τόσο με τις εικαστικές και τις πλαστικές τέχνες, όσο και με τη λογοτεχνία.
Το ιστορικό πλαίσιο είναι γνωστό: Τον Ιούνιο του 1816, την εποχή της παλινόρθωσης της μοναρχίας στη Γαλλία, από το λιμάνι απ’ όπου μόλις ένα χρόνο πριν είχε αναχωρήσει ο Ναπολέοντας για την εξορία του στην Αγία Ελένη, αποπλέει ένας στολίσκος συνοδεύοντας τη φρεγάτα «Méduse» του Βασιλικού Ναυτικού και ενσάρκωση της μοναρχίας και του Λουδοβίκου ΙΗ’. Το πλοίο κατευθύνεται στη Σενεγάλη και μεταφέρει το νέο κυβερνήτη της αποικίας και αξιωματούχους, έμπιστους των Βουρβόνων, οι οποίοι θα μετάσχουν στη διοίκηση της αποικίας, καθώς και πλήθος εποίκων. Οι κακοί χειρισμοί, η έλλειψη πείρας και η περισσή αλαζονεία του πλοιάρχου De Chaumareys καταλήγουν σε τραγωδία, καθώς το πλοίο προσαράζει σε αμμώδεις υφάλους στα ανοιχτά των ακτών της Μαυριτανίας. Οι σωστικοί λέμβοι δεν επαρκούν για τους τετρακόσιους επιβάτες και επιβιβάζονται σε αυτές οι αξιωματούχοι, οι πλούσιοι έμποροι και η διοίκηση. Για τους υπόλοιπους επιβάτες και το πλήρωμα κατασκευάζεται μια τεράστια σχεδία όπου επιβαίνουν 150 άτομα, η οποία ρυμουλκείται από τις λέμβους. Κάτω από άγνωστες συνθήκες –ίσως και ηθελημένα– τα σχοινιά κόβονται και η σχεδία εγκαταλείπεται στην τύχη της. Όταν, δύο εβδομάδες αργότερα, το πλοίο «Argus» ανακαλύπτει τη σχεδία, δεν έχουν απομείνει παρά μόνο δεκαπέντε άνθρωποι, εξαθλιωμένοι σωματικά και ψυχικά, καθώς έχουν βιώσει τη στέρηση της τροφής και του νερού, αρρώστιες, εξεγέρσεις και αιματηρές συγκρούσεις, ακόμα και κανιβαλισμό. Στη Γαλλία ξεσπά πολιτικό σκάνδαλο με τις ευθύνες να επιρρίπτονται στην παλινορθωθείσα μοναρχία, ενώ το βιβλίο δυο εκ των επιβατών που επέζησαν (του γιατρού Savigny και του τοπογράφου Corréard), στο οποίο εξιστορείται εκ των έσω η όλη τραγωδία, προκαλεί συζητήσεις και μετατρέπεται σε λαϊκή μυθοπλασία.
Εκατοντάδες είναι οι αναφορές στα γαλλικά Γράμματα της εποχής, αλλά και πολλών δεκαετιών αργότερα, σχετικά με την υπόθεση της «Μέδουσας», με πιο πρόσφατο παράδειγμα το βιβλίο του Michel Hanniet Le Naufrage de La Méduse (Το ναυάγιο της «Μέδουσας», 2006), όπου ο συγγραφέας επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση των αρχείων της δίκης των πρωταίτιων του δυστυχήματος, φέρνει στην επιφάνεια προφορικές διηγήσεις των επιζησάντων προς τους απογόνους τους και διαβάζει, για πρώτη φορά, τα ημερολόγια των εποίκων που επιβίωσαν και έφτασαν, μετά από κακουχίες, αιχμαλωσίες και εξευτελισμούς, στο πολυπόθητο Saint Louis της Σενεγάλης.
Η ναυτική όμως τραγωδία της Μέδουσας ενέπνευσε κυρίως τη ζωγραφική και τις πλαστικές τέχνες, με κυριότερο σταθμό τον πίνακα του Théodore Géricault «Scène d’un naufrage» (Σκηνή ναυαγίου), που εκτέθηκε στο Σαλόνι του Παρισιού το 1819 και σήμερα κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου με τον τίτλο «Le radeau de la Méduse» (Η σχεδία της Μέδουσας). Με τον πίνακα αυτό, που απεικονίζει ένα προκλητικό για την εποχή θέμα, ο νεαρός τότε ζωγράφος και φίλος του Delacroix πήρε θέση εναντίον της μοναρχίας που ήθελε να αποσιωπήσει, όσο περισσότερο γινόταν, την υπόθεση. Από καλλιτεχνική πλευρά, ο πίνακας θεωρήθηκε τόσο έργο ρομαντικής έμπνευσης, καθώς διαπραγματεύεται το θέμα της ζωής και του θανάτου, της ελπίδας και της ματαίωσης, όσο και έργο κλασικής σύνθεσης, καθώς ανθρώπινα σώματα είναι τοποθετημένα μέσα από μία γλυπτική οπτική. Το έργο βρίσκεται σαφώς στην καρδιά των κοινωνικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών τάσεων στις οποίες ο Géricault συμμετέχει αλλά και συγχρόνως τις υφίσταται.
Αυτό το τραγικό συμβάν και όλη τη μυθολογία που το ακολουθεί μεταφέρει στο μυθιστόρημά του Η Σχεδία ο Μιχάλης Μοδινός, μέσα από μια ιστορία που περιγράφει τις ωδίνες της γέννησης του έργου «Σκηνή ναυαγίου» και τα αδιέξοδα, αισθητικά και πολιτικά, του ζωγράφου Géricault. Έχοντας ως πρώτη ύλη ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός και ένα σπουδαίο εικαστικό έργο, ο Μοδινός προσπαθεί να απαντήσει στο διττό ερώτημα: «Πώς γίνεται τέχνη η καταστροφή; Tι βρίσκεται εκτός πλαισίου του πίνακα;»
«Η καταστροφή γίνεται τέχνη όταν εσωτερικεύει το ανοίκειο», δηλώνει ο συγγραφέας. Και απαντά στα ερωτήματά του μέσα από τη συνομιλία των τεχνών, της ζωγραφικής και της τέχνης του λόγου, της λογοτεχνίας, σε ένα πλαίσιο έντονα διακειμενικό και μέσα από μία πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Για την εξιστόρηση των πραγματικών γεγονότων, αλλά και για την περιγραφή της δημιουργίας του πίνακα, ο συγγραφέας επινοεί αριστουργηματικά ένα γυναικείο πρόσωπο, μία μεσήλικη γυναίκα που είχε ταξιδέψει πολύ και που αναζητούσε τη λύτρωση στους «θλιμμένους τροπικούς», επιβάτιδα της φρεγάτας και επιζήσασα, καθώς επέλεξε να μείνει στο πλοίο που σιγά σιγά βυθιζόταν, περιμένοντας, με λίγους ακόμα ναυτικούς, τη διάσωσή της από άλλα πλοία. Η γυναίκα αυτή αφηγείται επί ώρες στο ζωγράφο τις περιπέτειές της στο ταξίδι, αλλά και τις τραγικές στιγμές των ναυαγών πάνω στη σχεδία, έτσι όπως της τα εξιστόρησε ο έμπιστος υπηρέτης της, που ήταν ένας από τους διασωθέντες της σχεδίας. Η πλοκή εξελίσσεται μέσα από μικρά κεφάλαια που εναλλάσσονται και τα οποία ανήκουν σε δύο αφηγηματικά πεδία: έχουμε από τη μια μεριά την καταγραφή των συναντήσεων της κεντρικής ηρωίδας με τον Géricault και την περιγραφή της προοδευτικής κατασκευής του πίνακα στο μυθιστορηματικό παρόν, με μια τριτοπρόσωπη αφήγηση που εκπορεύεται από έναν εξωδιηγηματικό αφηγητή, ο οποίος ταυτίζεται με το συγγραφέα. Με αυτό τον τρόπο παρουσίασης των αφηγηματικών περιεχομένων, η συνείδηση των μυθιστορηματικών προσώπων αποκαλύπτεται, στο βαθμό που επιτρέπει η τριτοπρόσωπη αφήγηση του αποστασιοποιημένου αφηγητή, μέσα από ανάδρομες αφηγήσεις και στοιχεία ψυχοαφηγηματικής τεχνικής. Από την άλλη μεριά, έχουμε μία ημερολογιακή αφήγηση, όπου η ηρωίδα, σε πρώτο πρόσωπο, στα εναλλασσόμενα κεφάλαια που έχουν τον τίτλο «Τι δεν ζωγράφισε ο Géricault», διηγείται τις περιπέτειές της πάνω στο πλοίο επικεντρώνοντας στο ναυάγιο και στην τραγικότητα των ναυαγών.
Στη Σχεδία είναι εμφανής, σε όλο το σώμα της αφήγησης, η κριτική της αποικιοποίησης και της επιβολής των κυρίαρχων λαών στους αδύναμους: «Εκχριστιανισμός και πολιτισμός βαδίζουν χέρι χέρι», δηλώνει ο πάστορας, ενώ ο κυβερνήτης εκφράζει τη βεβαιότητα της Δυτικής υπεροχής: «Θα εφαρμόσουμε όλες τις σύγχρονες μεθόδους της ιατρικής και της αγρονομίας, της δασολογίας και της μεταλλουργίας». «Δεν ξέρω αν η επιστήμη μας έχει πλήρη εφαρμογή στους τροπικούς, ίσως χρειάζεται άλλου τύπου έρευνα», απαντά με σκεπτικισμό ο Corréard.
«[…] η αποικιοκρατία ως πολιτιστικός ιμπεριαλισμός και η ιδεολογία της προόδου ήταν επιλογές που απέτυχαν», σημειώνει ο Μοδινός. Είναι όμως σαφές ότι η πρόθεσή του εδώ δεν ήταν η ανάπτυξη ενός μετα-αποικιακού μυθιστορήματος, που θα εναρμονιζόταν στα κελεύσματα τoυ Frantz Fanon, του Hommi Bhabha και άλλων θεωρητικών της μετα-αποικιοκρατίας. Η μεταγραφή του ναυαγίου σε εικαστικό έργο και σε λογοτεχνικό κείμενο και η συνομιλία της λογοτεχνίας με τη ζωγραφική, μέσα από τις αφηγήσεις της ηρωίδας και τους διαλόγους της με το νεαρό ζωγράφο, είναι οι χώροι στους οποίους εστίασε ο συγγραφέας. Και είναι ακριβώς εδώ που τόσο η πλοκή όσο και η τεχνική της γραφής έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα.
Η διήγηση και οι εκμυστηρεύσεις της ηρωίδας, που διατρέχουν όλα τα κεφάλαια, περιγράφουν τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Géricault για την επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης παραστατικότητας και ρεαλισμού στον καμβά. Τον περιγράφει να συνθέτει προσχέδια-στιγμές, να τα μετατρέπει και να τα απορρίπτει εκατοντάδες φορές, πριν επιλέξει την τελευταία εκδοχή της σχεδίας, όπου επικρατεί η πλαστικότητα των σωμάτων και η έντονη έκφραση των συναισθημάτων στις μορφές, αλλά και η στιγμή της εμφάνισης –σαν «μια τόση δα κουκίδα, σαν την πεταλούδα, στη μακρινή γραμμή του αναστατωμένου ορίζοντα»– του πλοίου «Argus», του πλοίου της σωτηρίας τους. Οι λεπτομέρειες της αφήγησής της είναι εντυπωσιακές και αποδίδουν την αγωνία του καλλιτέχνη, ο οποίος, αποφεύγοντας το πρόσκαιρο και επικαιρικό της πολιτικής καταγγελίας, θέλει να απεικονίσει την ανθρώπινη τραγικότητα, την απόγνωση και την ελπίδα, την ανθρώπινη κατάπτωση, αλλά και τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Στην πρώτη τους συνάντηση, ο ζωγράφος είχε ήδη οριοθετήσει τη στόχευσή του: «Με ενδιαφέρει το ανθρώπινο δράμα μέσα στην καθημερινότητά του, η αβάσταχτη φύση της ζωής, η θνητότητα της σάρκας, το πάθος της περιπέτειας. Με ενδιαφέρουν οι απλοί καθημερινοί ήρωες, αυτοί με τους οποίους ελάχιστα ασχολείται η Ιστορία […] θέλω να στήσω στα πόδια της μια ιστορία. Ατυχώς, ωστόσο, δεν είμαι συγγραφέας, είμαι ζωγράφος».
Οι συνεχείς δια-συνδέσεις ανάμεσα στη δημιουργία του πίνακα και στην ανάπτυξη της μυθοπλαστικής ιστορίας ενισχύουν τη διακειμενική λειτουργία. Το εικαστικό έργο λειτουργεί ως γενεσιουργός της αφήγησης, της διαμεσολαβημένης, μέσω της εικόνας-πίνακα, σχέσης της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα. Η αφηγηματοποίηση της βιωματικής εμπειρίας ή του ιστορικού γεγονότος, οι τρόποι της ανακατασκευής τους μέσα από την επαναφορά της μνήμης, η μετάπλασή τους στο συμβολικό σύστημα της εικόνας ενισχύουν τη διακειμενικότητα. Το έργο τέχνης ενεργοποιεί, μέσω της πρόσληψής του, στο δέκτη –νοερό θεατή και πραγματικό αναγνώστη– πλήθος σημασιών που προέρχονται από διαφορετικά συστήματα, λεκτικό, εικονοποιητικό αλλά και ηχητικό (για να θυμηθούμε τον Daniel-Henri Pageaux), σημασίες αντίστοιχες με τις δυνατότητες πρόσληψης του έργου αλλά και με τις προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες του δέκτη. Στον πίνακα του Géricault «σύνθεση και αφήγηση έγιναν ένα», λέει ο γηραιός έμπειρος κριτικός τέχνης στο σαλόνι του Λούβρου, θαυμάζοντας το έργο. Ενώ μια άλλη επισκέπτρια στα εγκαίνια της έκθεσης, η κυρία Géricault, μονολογεί: «Διεύρυνση, εξήγηση, απελευθέρωση. Τελικά ο Théodore Géricault έκανε την καταστροφή τέχνη».