Σύντομο πορτρέτο του Νικολό Αμανίτι
Ο δημοφιλέστερος Ιταλός συγγραφέας της γενιάς του (γεννήθηκε το 1966). Εντός και εκτός Ιταλίας. Που έχει στο ενεργητικό του τουλάχιστον μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων (το εκπληκτικό Εγώ δεν φοβάμαι, το οποίο μόνο στην Ιταλία πούλησε γύρω στα 2 εκατομμύρια αντίτυπα, έγινε ταινία, έκανε ακόμα και τους πιο στρυφνούς κριτικούς να υποκλιθούν και παρέμεινε, παρ΄ όλα αυτά, μια ανατρεπτική ιστορία, από αυτές που σημαδεύουν εποχές και γενιές). Ο συγγραφέας που έγραψε για την εφηβεία έτσι όπως δεν κατάφερε κανείς άλλος τα τελευταία χρόνια – τον έχουν συγκρίνει, καθόλου τυχαία, με τον Μαρκ Τουέιν, μόνο που ο Αμανίτι ανακατεύει διαρκώς την τράπουλα, δεν φιλολογίζει, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, κάνει την καθημερινότητα λογοτεχνία, και όχι το αντίθετο.
Ναι. Τα κείμενά του είναι γεμάτα βωμολοχίες, μόνο που ο ίδιος είναι Συγγραφέας με το Σ κεφαλαίο, δεν πίστεψε ποτέ ότι, χρησιμοποιώντας το στυφό «καθημερινό» μας λεξιλόγιο, θα γινόταν αυτόματα λογοτέχνης (όπως πίστεψαν πολλοί από τη γενιά του κι έμειναν στα μισά του δρόμου, ανέμπνευστοι και κουρασμένοι). Η πλοκή στα βιβλία του είναι πάντα δυνατή, και η ευαισθησία (που δεν γίνεται ποτέ μελόδραμα ενώ θα μπορούσε) κρύβεται επιμελημένα πίσω από έναν κυνισμό ο οποίος σκοπό έχει να μην ωραιοποιεί καταστάσεις. Η ζωή είναι αυτή, είναι σκληρή, είναι άδικη, είναι απρόβλεπτη. Η κοινωνία είναι αυτή, είναι σκληρή, είναι άδικη, αλλά προβλέψιμη στις αντιδράσεις της. Ο Αμανίτι δεν ηθικολογεί, ο Αμανίτι θέλει απλώς να διηγείται ενδιαφέρουσες ιστορίες, ιστορίες που δεν ήθελαν να είναι τραγικές, αλλά τραγικές τις έκανε η ζωή. Διότι ο Αμανίτι αγαπάει τους αδύναμους, τους παραπεταμένους, αυτούς που νομίζουν ότι είναι δυνατοί αλλά δεν είναι, αυτούς που είναι ικανοί να κάνουν κακό γιατί δεν ξέρουν πώς αλλιώς να υπάρξουν, πού αλλού να διοχετεύσουν την ευαισθησία τους.
Μετράω τα βιβλία του. Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Λάσπη, το πρώτο μεγάλο ξάφνιασμα που σε αφήνει άφωνο με τη σκληράδα του. Το Θα σε πάρω να φύγουμε, με εκείνη τη διπλή ερωτική ιστορία που θα ήταν αδύνατο να έχει ευτυχή κατάληξη. Εκείνο το Εγώ δεν φοβάμαι, μια βόμβα στον ιερό πυρήνα της οικογένειας, μια βόμβα κρυμμένη πίσω από μια ιστορία μυστηρίου στον ηλιοφώτιστο ιταλικό Νότο. Το Με τις ευλογίες του Θεού, με κεντρικό θέμα έναν βιασμό, μια εκπληκτική πινακοθήκη από αξέχαστους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Το Ας αρχίσει η γιορτή, μια τρομερή σάτιρα της μπερλουσκονικής εποχής, με ήρωες μια παρέα σατανιστών και τηλεοπτικών σταρ, που περιμένει τη σειρά του για να εκδοθεί και στην Ελλάδα. Και τέλος αυτό το τελευταίο, το Εγώ κι εσύ, μια ιστορία που διαδραματίζεται ολόκληρη σε ένα υπόγειο και η οποία μάγεψε έναν σκηνοθέτη σαν τον Μπερνάντο Μπερτολούτσι και τον έπεισε να επιστρέψει στον κινηματογράφο – μια ιστορία με ανέλπιστο τέλος, γραμμένη σε λίγες σελίδες και πολλά επίπεδα.
Αυτή είναι η τρίτη ή η τέταρτη φορά που ο συγγραφέας έρχεται στη χώρα μας. Αγαπάει την Ελλάδα, την έχει έγνοια, κάθε τόσο σηκώνει το τηλέφωνο και ρωτάει πώς πάνε τα πράγματα, πώς ζει ο κόσμος με την κρίση, αν η κατάσταση άρχισε να καλυτερεύει ή όχι. Είναι από τους λίγους ξένους συγγραφείς που πήραν την πρωτοβουλία να χαρίσουν τα δικαιώματά τους, που δεν θέλησαν χρήματα, τους αρκούσε το βιβλίο τους να βγει στα ελληνικά, να είναι κι αυτοί παρόντες στην κρίση μας, δίπλα μας. Άλλωστε οι ιστορίες του Αμανίτι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ελληνικές και οι ήρωές του Έλληνες. Και κάποιες από τις μουσικές που ακούει είναι ελληνικές, ξέρει το έργο της Καραΐνδρου καλύτερα από εσάς και από μένα.
Ανταίος Χρυσοστομίδης
[pl_alertbox type=“info”]Ο Ianos, το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών και οι Εκδόσεις Καστανιώτη σας προσκαλούν στη σειρά εκδηλώσεων «Συγγραφείς του κόσμου», με οικοδεσπότη τον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012 και ώρα 7.00 μ.μ. ο Ανταίος Χρυσοστομίδης κουβεντιάζει με τον διάσημο Ιταλό συγγραφέα Νικολό Αμανίτι.[/pl_alertbox]
[pl_label type=“info”]Διαβάστε επίσης[/pl_label]
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανταίου Χρυσοστομίδη Οι κεραίες της εποχής μου
Η εφηβεία δεν αφορά μόνο τους εφήβους
ΑΠΟ τι πάστα άραγε είναι φτιαγμένος ένας συγγραφέας που πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια έχει ήδη πουλήσει με ένα μυθιστόρημά του 1.500.000 αντίτυπα μόνο στη χώρα του; Τι μπορεί να σκέφτεται ένας συγγραφέας που δηλώνει ότι αν ζούσε τη ζωή ενός Χέμινγουεϊ δεν θα σκεφτόταν ούτε στιγμή να γράψει λογοτεχνία; Και πώς μπορεί να κρατάει την ψυχραιμία του ένας συγγραφέας, όταν το σπουδαιότερο περιοδικό για τη λογοτεχνία στον κόσμο –τοTimes Review Magazine– γράφει ότι στην Ιταλία η λέξη «ταλέντο» φέρει το όνομα του Νικολό Αμανίτι;
Γιος ενός γνωστού στην πατρίδα του ψυχαναλυτή, ο Αμανίτι μοιάζει να τροφοδοτεί ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσής του από τη δύσκολη σχέση που φαίνεται να είχε με τον πατέρα του – ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο η προσωπική του μυθολογία και τα έργα του αφήνουν να διαφανεί. Από τους συγγραφείς εκείνους που ξέρουν να αναπλάθουν το παρελθόν τους και να το μετουσιώνουν σε λογοτεχνία, ο Αμανίτι θεωρείται σήμερα ένας από τους καλύτερους συγγραφείς σε όλο τον κόσμο που πραγματεύονται ιστορίες σχετικές με την εφηβεία. Η μορφή ενός αυταρχικού πατέρα ο οποίος –όπως στο Εγώ δεν φοβάμαι– είναι ικανός να φτάσει μέχρι και στην παιδοκτονία, είναι πανταχού παρούσα στα μυθιστορήματά του, μολονότι κάθε φορά εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές και σε διαφορετικές παραλλαγές.
Απόδειξη του πόσο καλά ξέρει να μετουσιώνει μια προσωπική ανάμνηση, πιθανώς κι ένα προσωπικό τραύμα, σε ιστορίες που μπορούν να καθηλώνουν το αναγνωστικό κοινό, είναι μια ιστορία που διηγήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, τον Μάιο του 2009, σε μια κοινή εκδήλωση με τους Ντάνιελ Κέλμαν και Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, κι εμένα να τους συντονίζω, προσπαθώντας (με το βάρος των δεκατεσσάρων χρόνων που με χωρίζουν από τον μεγαλύτερο της παρέας, δηλαδή τον Αμανίτι) να εντοπίσω σε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους συγγραφείς, το «σύγχρονο πρόσωπο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας», όπως έλεγε ο τίτλος της εκδήλωσης.
Ο απροσπέλαστος λοιπόν ψυχαναλυτής πατέρας, ο οποίος ελάχιστα μιλούσε με τον μικρό Νικολό και την ακόμα μικρότερη αδελφή του, δεχόταν καθημερινά παιδιά διαφόρων ηλικιών που περνούσαν το κατώφλι του σπιτιού-γραφείου με έναν ή και τους δυο γονείς τους. Ο πατέρας Αμανίτι άνοιγε την πόρτα, τα χάιδευε τρυφερά στο κεφάλι και τα άφηνε να μπουν, μαζί με τους γονείς, στο γραφείο του. Πίσω του έκλεινε την πόρτα. Η πόρτα έμενε κλειστή ώρα πολλή, μεγαλώνοντας την περιέργεια των δύο μικρών παιδιών που ένιωθαν προδομένα από αυτόν τον πατέρα που χάιδευε τα ξένα παιδιά αλλά ποτέ τα δικά του. Και μια μέρα ο Νικολό έπεισε την αδελφή του να χωθεί, εκμεταλλευόμενη το μικρό κενό ανάμεσα στη μια και την άλλη συνεδρία, στο μυστηριώδες γραφείο, να κρυφτεί πίσω από μια πολυθρόνα και να ανακαλύψει επιτέλους τι γινόταν εκεί μέσα με τα ξένα παιδιά.
Δεν θυμάμαι το φινάλε της ιστορίας. Νομίζω ότι ο πατέρας ανακάλυψε τη μικρή συνωμοσία και τιμώρησε τους δύο μικρούς ζηλιάρηδες, αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που θυμάμαι, κοιτάζοντας το κοινό από το τραπέζι του προεδρείου, ήταν πως όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Η δική μου αίσθηση ήταν πως εκείνη τη μέρα ο Κέλμαν έλεγε τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα και πως ο Ρονκαλιόλο χρησιμοποιούσε το μεγάλο του όπλο, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, ήταν όμως ο Αμανίτι αυτός που κέρδισε το κοινό. Όλοι μας αρεσκόμαστε να αυτοψυχαναλυόμαστε ακούγοντας τις εμπειρίες των άλλων.
Πρωτογνώρισα τον συγγραφέα Νικολό το 1999, όταν ετοιμάζαμε στον Καστανιώτη την έκδοση της συλλογής διηγημάτων του με τίτλο Λάσπη. Όλα τα διηγήματα της συλλογής είχαν έναν νεολαιίστικο αέρα, μια γραφή βίαιη και χωρίς κοσμητικές περικοκλάδες, θέματα παρμένα από τον δρόμο. Τότε, γράφοντας το οπισθόφυλλο, έκανα μια αναφορά στις ταινίες του Ταραντίνο που σήμερα ίσως δεν θα επιχειρούσα. Προφανώς με είχε σπρώξει σε εκείνη την αναφορά ο κυνισμός που διέβλεπα τόσο στον Ταραντίνο όσο και στον Αμανίτι, μόνο που τώρα βλέπω μια τρυφερότητα και μια ευαισθησία στον Αμανίτι που εξακολουθώ να μη βλέπω στον Ταραντίνο.
Λίγα χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2004, έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο το μυθιστόρημά του Θα σε πάρω να φύγουμε. Το πρώτο πράγμα που μου κάνει εντύπωση πάνω του, πέρα από μια ιδιότυπη ντροπαλοσύνη που μάλλον περίμενα, είναι η βαριά ρομανική προφορά του, μια προφορά που θα περίμενες από παιδί μεγαλωμένο στις φρικτές συνοικίες-γκέτο των παρυφών της Ρώμης, και όχι από ένα αστόπαιδο μεγαλωμένο σε μια από τις καλύτερες συνοικίες. Αντίδραση; Ίσως.
Το Θα σε πάρω να φύγουμε είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που παρακολουθεί τις ερωτικές ιστορίες δύο διαφορετικών σε ηλικία και σε μορφωτικό επίπεδο ζευγαριών, ένα μυθιστόρημα που μέχρι κάποιο σημείο έχει μια «κανονική» εξέλιξη, κι ύστερα, ξαφνικά, όλα ανατρέπονται, ο κόσμος ο ίδιος ανατρέπεται, και φτάνουμε σε ένα αναπάντεχα τραγικό φινάλε. Στο Θα σε πάρω να φύγουμε υπάρχει ήδη ο συγγραφέας των επόμενων μυθιστορημάτων, ο συγγραφέας με τη μεγάλη αφηγηματική δύναμη, ο συγγραφέας που ξέρει να στήνει αξέχαστους χαρακτήρες, ο συγγραφέας που ξέρει να αιφνιδιάζει τον αναγνώστη.
Κι όμως, μικρός, ο Αμανίτι δεν αγαπούσε το γράψιμο.
«Διάβαζα πολύ, αλλά έγραφα χάλια. Στο σχολείο οι εκθέσεις μου ήταν σκέτη καταστροφή. Είχα μια προβληματική σχέση με το γράψιμο, κι αυτό μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου με ανάγκαζε, κάθε φορά που επιστρέφαμε από μια εκδρομή, να περιγράφω γραπτώς ό,τι είχα ζήσει κατά τη διάρκεια της μέρας. Έτσι άρχισα να μισώ το γράψιμο. Αγαπούσα το διάβασμα, μισούσα το γράψιμο. Άρχισα να γράφω όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, σε μια περίοδο όπου δεν ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής. Είχα ανάγκη να επικοινωνήσω με κάποιον, αλλά αυτός δεν υπήρχε, επομένως σκέφτηκα να επικοινωνήσω με τους άλλους μέσα από το γράψιμο.
»Τότε κατάλαβα ότι η γραφή είναι καλή για να αφηγούμαστε πράγματα που δεν υπάρχουν, πράγματα που φανταζόμαστε. Εγώ φανταζόμουνα ιστορίες, αλλά η ιδέα να τις γράψω άρχισε να λειτουργεί μέσα μου μόνο όταν άρχισα να γράφω για τους άλλους κι όχι για τον εαυτό μου. Ακριβώς επειδή διάβαζα πολύ, ακριβώς επειδή αγαπούσα τις ιστορίες που έγραφαν άλλοι, άρχισα να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να γράψω κι εγώ κάποιες δικές μου ιστορίες. Άρχισα με άλλα λόγια να γράφω ανταγωνιζόμενος τους άλλους, κι όχι για να εκφράσω τον εαυτό μου».
Και επιβεβαιώνοντας το ρητό ότι συγγραφέας δεν γίνεσαι ποτέ με το πρώτο βιβλίο, ο ήρωάς μας άρχισε να γίνεται συγγραφέας με το δεύτερο βιβλίο του.
«Η αλήθεια είναι πως αποφάσισα να γίνω συγγραφέας μόνο αφού δημοσίευσα το δεύτερο βιβλίο μου. Μέχρι τότε δεν το είχα σκεφτεί. Σπούδαζα βιολογία, μελετούσα τα ζώα. Στην πραγματικότητα ήθελα να γίνω ζωολόγος. Ύστερα, δεν ξέρω από ποιες παράξενες πόρτες της ζωής, βρέθηκα να ασχολούμαι με τη νευροφυσιολογία, δηλαδή με πράγματα πολύ μικρά, όπως με πρωτεΐνες που βρίσκονται σε έναν τύπο νευρώνων. Έτσι έχασα τον συμπαντικό κόσμο. Υπάρχουν ευφυΐες που κατορθώνουν μέσα από τα πολύ μικρά πράγματα να βλέπουν όλο τον κόσμο. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς. Είχα λοιπόν ανάγκη από κάτι άλλο. Έτσι, ξαφνικά, έγραψα ένα βιβλίο, και το βιβλίο αυτό εκδόθηκε. Ακόμα όμως δεν θεωρούσα τον εαυτό μου συγγραφέα, είχα απλώς γράψει ένα βιβλίο. Όταν έγραψα το δεύτερο και άρχισε να πηγαίνει καλά, τότε σκέφτηκα ότι ίσως ο δρόμος της γραφής να ήταν ο δρόμος μου.
»Εκείνα τα πρώτα μου βιβλία μου άρεσαν πολύ. Με διασκέδαζαν. Όπως σου είπα, ήμουν στο πανεπιστήμιο και δεν περνούσα καθόλου καλά. Δεν κατόρθωνα να τελειώσω τις σπουδές μου, δεν ήξερα τι ήθελα, ήμουν σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, κι εγώ δεν είμαι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Έπρεπε συνεχώς να πρέπει να αποδεικνύεις κάτι στους καθηγητές σου. Όλα αυτά δεν μου άρεσαν. Επομένως δεν περνούσα καθόλου καλά εκείνη την εποχή: έπρεπε να τελειώνω τις σπουδές, έπρεπε να ξεκινήσω τη ζωή μου, να απελευθερωθώ από την οικογένειά μου, να βρω μια κοπέλα για ν’ αρχίσω μαζί της μια ας πούμε ενήλικη ζωή. Η παιδικότητά μου καταπιεζόταν, κι εγώ άρχισα να τη βάζω στα βιβλία μου. Όταν έγραφα, το διασκέδαζα, ήταν σαν να άνοιγα μια πόρτα για να βγω και να πάω κάπου αλλού».
Επιμένει, ακόμα και σήμερα, ότι δεν είναι γραφομανής, ότι ακόμα και το γράψιμο μιας επιστολής απαιτεί μεγάλη προσπάθεια από μέρους του. Κι ότι, κάθε φορά που του κατεβαίνει στο κεφάλι μια ιδέα, δεν τη σημειώνει, την αφήνει να υπάρχει στο μυαλό του, κι αν η ιδέα επιβιώσει, έχει καλώς. Αν την ξεχάσει, λέει, δεν άξιζε τον κόπο.
Το Πιτιλιάνο είναι ένα μεσαιωνικό χωριό της νοτιοδυτικής Τοσκάνης, κρεμασμένο πάνω σε έναν βράχο από τόφφο, από αυτά που νομίζεις ότι κτίστηκαν μόνο για τις σκηνογραφικές ανάγκες ενός αόρατου θιάσου.
Στα περίχωρα του Πιτιλιάνο, ανάμεσα σε αμπέλια και σε μικρές συστάδες βελανιδιών, ο Αμανίτι αγόρασε μια μεγάλη έκταση με ένα παλιό σπίτι ακριβώς στη μέση. Το σπίτι και η γύρω γη αγοράστηκαν με τα χρήματα που κέρδισε από τις πωλήσεις του Εγώ δεν φοβάμαι, μιας από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της ιταλικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, που έχει διαβαστεί από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Το ζεύγος Αμανίτι έχει κι ένα δεύτερο σπίτι, στην «καλή» συνοικία της Ρώμης, το Παριόλι, δίπλα στη Βίλα Άντα, θέατρο ενός άλλου μυθιστορήματος, ανέκδοτου ακόμα στην Ελλάδα, με τον τίτλο Ας αρχίσει η γιορτή. Το σπίτι όμως έξω από το Πιτιλιάνο λειτουργεί ως ησυχαστήριο για τον συγγραφέα – γράφει σε ένα μικρό κτίριο δίπλα στο κυρίως οίκημα, που κάποτε ήταν στάβλος. Μπροστά στο γραφείο ένα μικρό παράθυρο. Έτσι κι αλλιώς, μου λέει ο Νικολό, όταν γράφει, δεν βλέπει τίποτα μπροστά του.
Τον έχω δει να δίνει συνεντεύξεις και να απαντάει με μια σειρά από κλισέ, όταν οι ερωτήσεις τού φαίνονται αδιάφορες. Ή να λέει πράγματα που κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους, και να αδιαφορεί αν οι αντιφάσεις είναι εμφανείς. Από αυτή την άποψη ο Αμανίτι δεν είναι (ακόμα;) επαγγελματίας συγγραφέας. Έτσι κι αλλιώς, ξεκίνησε ως «κανίβαλος» (μέλος μιας ομάδας νέων ανθρώπων που δημοσίευσαν κείμενά τους στην ανθολογία Gioventù cannibale και από τους οποίους μονάχα ο Αμανίτι κατάφερε τελικά να γίνει πραγματικά γνωστός) και στη συνέχεια έκτισε την εικόνα του κρατώντας το δικαίωμα τού να είναι και να φαίνεται ανασφαλής, το δικαίωμα να κάνει λάθη, να περιφέρει τα άγχη του, τις αγωνίες του αλλά κι εκείνο τον σαρκασμό που δεν εγκαταλείπει ποτέ.
Καθόμαστε στη βεράντα του σπιτιού του, όλα γύρω μας είναι άνω κάτω, το σπίτι δεν είναι ακόμα έτοιμο να υποδεχτεί επισκέπτες, αλλά αυτό δεν πειράζει ούτε εμάς ούτε εκείνον. Τον αισθάνομαι να έχει μια νευρικότητα, ακούει με προσοχή την αρχή κάθε ερώτησης, ύστερα κάνει ένα ανεπαίσθητο νεύμα που δείχνει ότι κατάλαβε πού το πάω, και απαντάει. Κοιτάζει τον φακό μονάχα όταν θέλει να τον κατακτήσει, τις περισσότερες φορές, ιδιαίτερα όταν σκέφτεται την απάντησή του, κοιτάζει αλλού. Τελικά, είναι αλήθεια, αυτό που περισσότερο αγαπάς πάνω του είναι αυτή η παιδικότητα που κρατάει ζωντανή, αναμειγμένη με κάποιες νότες εφηβικής μαγκιάς.
Υπάρχει πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του λέω, ένας πατέρας στα μυθιστορήματά σου, μια οικογένεια που είναι φορέας προβλημάτων και όχι ηρεμίας.
«Πράγματι νομίζω ότι η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο. Εγώ αναφέρομαι κυρίως σε εφήβους γιατί πιστεύω ότι η σχέση με την οικογενειακή παράδοση και τις αντιλήψεις των γονιών μας παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας: μερικές φορές ο έφηβος γίνεται ίδιος με τους γονείς, άλλες φορές κάνει ριζοσπαστικές επιλογές, κλείνεται στον εαυτό του, καβγαδίζει… Η εφηβεία είναι μια περίοδος όπου όλα τίθενται υπό συζήτηση, κι εσύ αλλάζεις, αλλάζει καθημερινά η φυσιογνωμία σου, έχεις νέες ροπές, ενώ ταυτόχρονα οι γονείς δεν βρίσκονται πλέον μπροστά στο παιδί που ξέρουν αλλά σε έναν μικρό ενήλικα που τους θέτει ερωτήματα τα οποία συχνά τους φέρνουν σε δύσκολη θέση. Στο σημείο αυτό οι γονείς καλούνται να ασκήσουν εξουσία αλλά ταυτόχρονα να δείξουν κατανόηση, να μοιράσουν τις ευθύνες τους ως πατέρας και μητέρα. Τελικά η εφηβεία δεν αφορά μόνο τον έφηβο αλλά και τους γονείς του. Αυτή λοιπόν η περίοδος διαμόρφωσης με ενδιαφέρει πολύ. Όσον αφορά τη δική μου σχέση με την οικογένεια, ιδιαίτερα με τον πατέρα μου ο οποίος έτσι κι αλλιώς είναι ένας άνθρωπος τον οποίο εκτιμούσα πολύ… ξέρετε, εγώ γεννήθηκα το 1966 και μεγάλωσα σε μια εποχή όπου το αυταρχικό σύστημα διαπαιδαγώγησης περνούσε κρίση, και οι γονείς έπρεπε να συζητάνε με τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου δεν τα πίστευε όλα αυτά, ίσως επειδή είχε κι εκείνος έναν αυταρχικό πατέρα…»
Παρατηρώ ότι η σύγκρουση γονέων και εφήβων είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της ζωής, δύσκολα όμως γίνεται καλή λογοτεχνία. Το πέτυχαν ελάχιστοι: ο Μαρκ Τουέιν…
«… το έκανε ο Σάλιντζερ με τον Φύλακα στη σίκαλη, το έκανε ο Στίβεν Κινγκ με τα διηγήματα τρόμου που έγραψε, όπως το It, όπου σε αυτό τον φαινομενικά ήσυχο επαρχιώτικο κόσμο υπάρχει ένα τέρας που τρώει τα παιδιά και που μόνο τα παιδιά μπορούν να το δουν. Αυτή ήταν μια εξαιρετική ιδέα για να πει κανείς ότι η φαντασία, το παιχνίδι, είναι πράγματα που σταδιακά χάνονται από τη ζωή ενός ενήλικα, άρα μόνο τα παιδιά μπορούν να βλέπουν πράγματα που οι ενήλικες δεν μπορούν πια να δουν. Πολλοί έχουν ασχοληθεί με το θέμα της εφηβείας. Εγώ ασχολήθηκα σοβαρά για πρώτη φορά με το Εγώ δεν φοβάμαι, όπου έβαλα στον εαυτό μου ένα δύσκολο ερώτημα: τι θα μπορούσε να συμβεί αν ένα παιδί ανακαλύψει ένα άλλο παιδί φυλακισμένο σε μια τρύπα, κι ύστερα ανακαλύψει με φρίκη ότι ο απαγωγέας είναι ο ίδιος ο πατέρας του; Έβαλα λοιπόν τον εαυτό μου σε αυτή την οντολογική ας πούμε κατάσταση, έθεσα τα ερωτήματα στον εαυτό μου, και τελικά βγήκε ένα μυθιστόρημα».
Νιώθει κι αυτός ότι η εφηβική του ηλικία παραμένει ζωντανή μέσα του; Ή αυτό δεν έχει σχέση με τις επιλογές του;
«Ζω πολύ με τη μνήμη. Θεωρώ ότι είναι πολύ ουσιαστικό να θυμόμαστε. Και η μνήμη είναι αυτό που με βοηθάει περισσότερο στη συγγραφή. Ξαναζώ συχνά, μερικές φορές με μεγάλη νοσταλγία, αποφάσεις που έπαιξαν ρόλο στη ζωή μου: όπως π.χ. όταν διάλεξα εκείνη τη γυναίκα αντί για μια άλλη, ή όταν αποφάσισα να ακολουθήσω τη μια και όχι την άλλη ζωή. Θυμάμαι επίσης λόγια της μητέρας μου, την παιδική μου ηλικία. Κατά κάποιον τρόπο ξαναζώ αυτά τα πράγματα και νιώθω ότι στη νοσταλγία τους, στην απώλειά τους, εγώ φορτίζω τις μπαταρίες μου, και τότε είμαι έτοιμος να γράψω. Θεωρώ σημαντικές αυτές τις μαύρες τρύπες στις οποίες δεν κάνεις τίποτα, απλώς θυμάσαι».
Ο Αμανίτι γράφει δύο ή τρεις ώρες το πρωί κι άλλες τόσες το απόγευμα. Χρειάζεται δύο περίπου χρόνια για να ολοκληρώσει ένα βιβλίο του, παρότι βέβαια οι εξαιρέσεις δεν λείπουν: για να γράψει το Με τις ευλογίες του Θεού, αυτό το συναρπαστικό κατάμαυρο μυθιστόρημα, χρειάστηκε πέντε ολόκληρα χρόνια.
Κάποτε, λέει ο ίδιος, έγραφε γρήγορα γιατί είχε «την κάψα» να γράψει. Τώρα δεν νιώθει την ίδια ανάγκη, γι’ αυτό προχωρά πιο αργά. Το Ας αρχίσει η γιορτή θα μπορούσε, επιμένει ο Αμανίτι, να γραφτεί σε τέσσερις μόνο μήνες αν έγραφε όπως παλιά, τώρα όμως χρειάστηκε δύο χρόνια. Το εγώ κι εσύ που ακολούθησε, με τις 116 σελίδες του και το εξαιρετικό, αναπάντεχο φινάλε, γράφτηκε πράγματι σε λίγους μόνο μήνες.
Ξέρει αν μια ιδέα είναι καλή ή όχι; Δεν το ξέρει. Αν όμως ξεκινήσει μια ιδέα, δεν την εγκαταλείπει ποτέ. Μπορεί να σταματήσει τη συγγραφή για λίγο καιρό, μετά όμως θα επανέλθει.
Όταν τον συναντώ στο Πιτιλιάνο, έχει μόλις τελειώσει το Ας αρχίσει η γιορτή. Έχει ξυρίσει το κεφάλι του. Είχε αποφασίσει από καιρό ότι μόλις θα τελείωνε το βιβλίο, θα το γιόρταζε κάνοντας κάτι το διαφορετικό, κάτι που δεν συνήθιζε. «Κι επειδή δεν ήξερα τι να κάνω, ξύρισα το κεφάλι μου. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα, δεν θα με δει κανείς, το αμέσως επόμενο πράγμα που έχω να κάνω είναι στα τέλη Αυγούστου. Είχα ξεχάσει ότι είχαμε να κάνουμε τη συνέντευξη. Ύστερα, όταν με πήρες τηλέφωνο, είπα “Θεέ μου, πώς θα δώσω συνέντευξη χωρίς μαλλιά;”». Του υποδεικνύω, στο επόμενο βιβλίο, να κάνει κάτι καλύτερο· να κάνει π.χ. ό,τι συνηθίζει ο Τζον Λε Καρέ, που τελειώνοντας κάθε φορά ένα βιβλίο πηγαίνει και αγοράζει ένα γλυπτό, ένα γλυπτό που το τοποθετεί σε διάφορα (συνήθως κρυφά) μέρη του κήπου του. Κι όταν τα δείχνει στους επισκέπτες του τούς λέει: «αυτό το αγόρασα με τα χρήματα από το ΟΚατάσκοπος που γύρισε από το κρύο, εκείνο από τη Ρώσικη Εστία, το παραδίπλα από τον Επίμονο κηπουρό».
Ο Αμανίτι βρήκε την ιδέα πολύ καλή. Θα μπορούσα να φυτεύω κάθε φορά ένα δένδρο, λέει. Συμφωνώ μαζί του. Άσε που το ξυρισμένο κεφάλι δεν του πάει καθόλου.
Την τελευταία φορά που είχε έρθει στην Ελλάδα, τόσο στην ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής όσο και στις συνεντεύξεις του, τόνιζε παντού ότι δεν είναι ένας διανοούμενος συγγραφέας αλλά ένας απλός άνθρωπος που δεν σκαμπάζει πολλά από αναλύσεις και θεωρίες. Η στάση του αυτή με είχε ξενίσει, την έβρισκα κάπως ψεύτικη, μέρος της εικόνας που θέλει να δείξει προς τα έξω, του συγγραφέα που είναι αυθόρμητος, άμεσος, που βαριέται με τις θεωρίες και τις αναλύσεις. Στο Πιτιλιάνο, στη βεράντα του σπιτιού του, του ζητώ να μου την εξηγήσει.
«Θεωρώ ότι μπορεί κανείς να δει τα πράγματα στη βάση των συναισθημάτων όσο και στη βάση πολύ απλών εννοιών. Αν πάω σε ένα θέατρο και τύχει να δω κάτι πολύ δύσκολο, δεν προσπαθώ να το καταλάβω αλλά να αναλύσω τα δικά μου συναισθήματα σε σχέση με το έργο αυτό. Κι αναλύοντας τα συναισθήματά μου αποφασίζω αν το έργο μού άρεσε ή όχι. Γι’ αυτό, όταν ήμουν μονάχα αναγνώστης, δεν ήθελα να πηγαίνω σε παρουσιάσεις, δεν ήθελα να γνωρίζω τους συγγραφείς, διότι φοβόμουνα ότι θα με απογοήτευαν, διότι αυτό που γράφουν είναι πάντα καλύτερο από αυτό που οι ίδιοι είναι. Το ίδιο και αυτή η συνέντευξη που κάνω τώρα μαζί σου, ναι, χαίρομαι που την κάνω, αλλά συνήθως τις αποφεύγω, μία συνέντευξη κάθε τόσο, εντάξει…»
Οι συγγραφείς είναι πάντα πιο μέτριοι από το έργο τους. Ναι, είναι αλήθεια, του λέω, όπως είναι αλήθεια και το αντίθετο: Άνθρωποι που πραγματικά λάμπουν κι έχουν να επιδείξουν ένα μετριότατο έργο. Μα πιστεύει στ’ αλήθεια ότι ένας μέτριος άνθρωπος μπορεί να γράψει έξοχα πράγματα; Μήπως σημαίνει ότι κατά βάθος δεν είναι μέτριος;
«Μπα, δεν νομίζω. Το σίγουρο είναι πως πρέπει να κρατάς μια απόσταση από τη μετριότητά σου. Γιατί η μετριότητα βαραίνει, σε τυφλώνει, δεν σε αφήνει να κάνεις πράγματα. Αν ένας άνθρωπος βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο του κόσμου, πολύ δύσκολα μπορεί να δει τους άλλους, πολύ δύσκολα θα διηγηθεί κάτι που δεν θα αφορά τον εαυτό του. Είμαι πάντα δύσπιστος με εκείνους τους συγγραφείς που είναι πολυπράγμονες, που γυρίζουν όλο τον κόσμο, που κάνουν εξαιρετικά πράγματα… Δεν θέλω να πω ότι ο Χέμινγουεϊ ήταν κακός συγγραφέας, αλλά να… αν ζούσα τη ζωή που έζησε εκείνος, δεν θα έχανα τον καιρό μου γράφοντας. Προτιμώ έναν συγγραφέα σαν τον Πεσσόα, που δεν πήγαινε ποτέ πουθενά, που ήταν ένας ταξιδιώτης κλεισμένος στο δωμάτιό του, που άνοιγε μια πόρτα η οποία δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, και διηγιόταν πράγματα που δεν είχε ζήσει. Εγώ έχω γράψει και για μέτρια, μίζερα, άθλια ανθρωπάκια, άρα πρέπει να έχω κι εγώ μέσα μου ένα μίζερο κομμάτι. Για να αναγνωρίσεις στους άλλους την αθλιότητα, πρέπει να την έχεις και λιγάκι μέσα σου».
Εντάξει, ο Πεσσόα είναι ο Πεσσόα, μια μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Κατά τα άλλα, ένας συγγραφέας που μένει κλεισμένος στο δωμάτιό του, αν δεν είναι το τεράστιο διαισθητικό ταλέντο, θα γράφει πάντα με άξονα τον εαυτό του. Αντίθετα, οι ήρωες του Αμανίτι δεν είναι χάρτινα πρόσωπα, το αίμα κυλάει στις φλέβες τους, μπορείς να τα συναντήσεις οποιαδήποτε στιγμή στον δρόμο, στην Ιταλία όπως και στην Ελλάδα.
«Είναι αυτό που έλεγα πριν. Δεν χρειάζεται να κάνεις εξαιρετικά πράγματα, δεν χρειάζεται να κατακτήσεις την κορυφή Κ2 ή να συναντήσεις τον πρίγκιπα της Αγγλίας, για να γράψεις ένα βιβλίο. Το αντίθετο, τότε κινδυνεύεις από τα πολλά κλισέ. Νομίζω ότι αρκεί να κάνεις μια κανονική ζωή, να συναντάς πρόσωπα που μπορεί να είναι ο μανάβης κάτω από το σπίτι σου ή ένας αγρότης, να ζεις μαζί τους, να προσπαθείς να καταλάβεις τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται… Όταν καταλάβεις την ουσία της ύπαρξής τους, προσπαθείς να τους φανταστείς σε μια άλλη κατάσταση. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η φαντασία, η ικανότητα του συγγραφέα να πάρει κάτι που του είναι γνωστό και να το βάλει σε μια νέα κατάσταση. Παίρνω π.χ. έναν άνθρωπο που ζει στη γειτονιά μου, που έχει μια κανονικότατη ζωή και δεν του συμβαίνει τίποτα, φεύγει στις οκτώ το πρωί από το σπίτι και γυρνάει στις πέντε και βοηθά τα παιδιά του στο διάβασμα και βλέπει τηλεόραση και πάει για ύπνο, και λέω: “Ας φανταστώ τώρα πώς θα φερόταν αν του συνέβαινε κάτι, αν π.χ. κάποιοι μπουν στο σπίτι του και απαγάγουν τα παιδιά του”. Και προσπαθώ να δω πώς, σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να αλλάξει η σκέψη ενός ανθρώπου, κι αυτό μου δίνει το έναυσμα για μια ιστορία. Είναι αυτό το “Φαντάσου αν” που έκανα πάντα, που το κάνω ακόμα κι όταν πηγαίνω, ας πούμε, σινεμά και σκέφτομαι “φαντάσου αν έκλειναν οι πόρτες και μέναμε εγκλωβισμένοι εδώ μέσα για μια εβδομάδα, τι θα συνέβαινε”. Έτσι από τη φαντασία και τη γνώση –καλύτερα να πω τη διαίσθηση– του χαρακτήρα των ανθρώπων γεννιούνται ιστορίες, πλοκές, βιβλία».
Η σειρά του κλασικού ερωτήματος: γιατί μας αρέσει να αφηγούμαστε ιστορίες; Γιατί μας αρέσει να διαβάζουμε ιστορίες; Γιατί, με άλλα λόγια, μας αρέσει η λογοτεχνία;
«Νομίζω ότι η λογοτεχνία αρέσει σε όποιον αρχίζει να κάνει παρέα μαζί της. Γιατί η λογοτεχνία δεν διηγείται τα πάντα, απλώς ξυπνάει μνήμες: είναι το αντίθετο του κινηματογράφου. Στο σινεμά αν αποφασίσεις να δείξεις ένα τοπίο, το κινηματογραφείς, είναι αυτό και δεν είναι άλλο. Το τοπίο αντίθετα που περιγράφεται σε ένα βιβλίο είναι ένα τοπίο φανταστικό, ένα τοπίο φτιαγμένο από λέξεις. Άρα οι εικόνες που αναπαράγονται είναι εικόνες που βγαίνουν από τη μνήμη μας. Αν δηλαδή γράψω για ένα βουνό, ο κάθε αναγνώστης θα δει σε αυτή την περιγραφή ένα βουνό που ο ίδιος γνωρίζει. Θα δει ένα βουνό που ίσως είδε σε κάποια ταινία, ή ένα βουνό στο οποίο πήγαινε μικρός με την οικογένειά του… Επομένως το γεγονός ότι η λογοτεχνία διεγείρει και αναπτύσσει τη μνήμη, ότι μας κάνει να θυμόμαστε πράγματα, είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας, η οποία μπορεί και να μοιάζει με τη μουσική. Γιατί η μουσική, με τους στίχους και τις νότες της, διεγείρει τη μνήμη και τη συγκίνησή μας. Σκέψου ένα ωραίο ερωτικό τραγούδι…»
Ο Αμανίτι ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς που αφηγούνται απλώς μια ιστορία χωρίς να τη συνοδεύουν με θέσεις, απόψεις, τοποθετήσεις. Είναι προφανές ότι πρόκειται για συγκεκριμένη επιλογή, κι όχι μόνο για γενεαλογικό χαρακτηριστικό. Έτσι δεν είναι;
«Απολύτως. Πιστεύω ότι σ’ ένα μυθιστόρημα δεν πρέπει να υπάρχουν ηθικά συμπεράσματα, ο συγγραφέας δεν πρέπει ποτέ να γίνεται δικαστής της ιστορίας που αφηγείται. Το καλό, το κακό, την ίδια τη σημασία του έργου, πρέπει να τα καταλάβει μόνος του ο αναγνώστης. Πάντα είναι ο αναγνώστης αυτός που καταλαβαίνει καλύτερα τη σημασία της ιστορίας που διηγείσαι. Σ’ εμένα τον ίδιο, μερικές φορές, η σημασία αυτή δεν είναι σαφής».
Αν θελήσει κάποιος να προσδιορίσει τις θεματικές των βιβλίων του, θα βρεθεί μπροστά σε ορισμένες σταθερές συνιστώσες: τη βία, το χρήμα, τα ναρκωτικά, το σεξ, τον κομφορμισμό. Και, βεβαίως, την οικογένεια. Τα θέματα αυτά επιστρέφουν συνεχώς στα βιβλία του και μάλιστα τραβηγμένα πολλές φορές στην πιο ακραία τους μορφή. Αυτός είναι άλλωστε ο τρόπος, για τον Αμανίτι, να πει τη γνώμη του, να κάνει κριτική σε μια κοινωνία που δημιουργεί συνεχώς ανάγκες χωρίς να μπορεί πάντα να τις ικανοποιήσει.
«Το χρήμα, το σεξ, η βία δεν αποτελούν από μόνα τους σημαντικά θέματα. Αν όμως το σεξ ή τα χρήματα είναι μια καταπιεσμένη εμμονή, αν πρόκειται για απραγματοποίητες επιθυμίες…, αν ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, να δώσει στο παιδί του χρήματα να αγοράσει μια πίτσα…, ή αν έχει την εμμονή να γίνει πλούσιος, τότε μπορεί να οδηγηθεί να κάνει μια ληστεία, όπως συμβαίνει στο Με τις ευλογίες του Θεού. Αν πάλι ένας άντρας δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα, ή μια γυναίκα γνώρισε απλώς άντρες που την έκαναν δυστυχισμένη, τότε το πρόβλημα δεν είναι το σεξ αλλά η απουσία του σεξ, η έλλειψη. Και οι ελλείψεις είναι πάντα σημαντικές, είναι το συστατικό που εντέλει φτιάχνει λογοτεχνικούς ήρωες. Αν τώρα ένας πλούσιος θέλει να γίνει πιο πλούσιος επειδή θεωρεί πολύ σημαντικό να έχει Φερράρι, και γι’ αυτόν τον λόγο σκοτώνει τη γριά γιαγιά του, θεωρώ ότι είναι κι αυτό σημαντικό: σου δίνει θέμα, αφού όπως είπα η έλλειψη δημιουργεί χαρακτήρες.
»Έχεις δίκιο, τραβώντας στα άκρα ορισμένα θέματα, παίρνω θέση, κάνω τη δική μου κριτική… Στο Με τις ευλογίες του Θεού οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ο πατέρας και ο έφηβος γιος, αισθάνονται κυνηγημένοι από το κράτος, αφού το κράτος τους ζητά μόνο φόρους και δεν δίνει καμιά απάντηση στα θέματά τους – το αντίθετο, θέλει να τους χωρίσει… Βλέπεις, εγώ ο οποίος βρίσκομαι σε προνομιακή θέση, δεν ενοχλούμαι καθόλου αν στην Ιταλία δεχόμαστε εξωκοινοτικούς μετανάστες· για μερικούς άλλους, όμως, που αισθάνονται μια συνεχή απειλή για τη δουλειά τους, το γεγονός μπορεί να τους οδηγήσει στο ρατσισμό. Γι’ αυτό και στην Ιταλία εμφανίζονται όλο και συχνότερα άτομα που νιώθουν εκτός κράτους, που παλεύουν εναντίον του κράτους, που γίνονται μέχρι και ναζί, άτομα αμόρφωτα, που καλά καλά δεν ξέρουν τι είναι ναζισμός. Δεν υποστηρίζω αυτά τα άτομα, νιώθω όμως οίκτο γι’ αυτά. Νιώθω οίκτο αλλά και γελώ μαζί τους. Και τους βάζω να είναι και ελαφρώς κωμικοί. Η κωμικότητα παίζει ουσιαστικό ρόλο στα βιβλία μου. Τη θεωρώ αναγκαία. Αγαπώ όμως τους χαρακτήρες αυτούς, τους λυπάμαι. Σκέφτομαι ότι είναι άνθρωποι που, σε διαφορετικές συνθήκες, θα ήταν καλύτεροι».
Στο Εγώ δεν φοβάμαι ο Αμανίτι χρησιμοποιεί ένα κλασικό κινηματογραφικό κόλπο, ένα κόλπο που είχε χρησιμοποιήσει ο Ρόμαν Πολάνσκι στο Μωρό της Ρόζμαρι. Ο τρόμος που αποπνέει η ταινία του Πολάνσκι δεν προέρχεται από το σκοτάδι, τα τριξίματα στην πόρτα, την αιφνιδιαστική εμφάνιση κάποιου δύσμορφου διαβολικού πλάσματος. Όχι. Η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα φωτεινό διαμέρισμα, οι άνθρωποι είναι όλοι φυσιολογικοί, μερικοί, όπως ο Κασσαβέτης, είναι και ωραίοι· ο θεατής όμως παγώνει από τον τρόμο, ο κίνδυνος ελλοχεύει στην κανονικότητα, το παράλογο επιβιώνει στην καθημερινότητα.
Σε μια ηλιόλουστη εξοχή, σ’ έναν χρυσό σιτοβολώνα της Νοτίου Ιταλίας, ένα εννιάχρονο αγόρι ανακαλύπτει, παίζοντας, ένα καλά κρυμμένο μυστικό: έναν αλυσοδεμένο συνομήλικό του, φυλακισμένο σε μια τρύπα μέσα στη γη. Το μυθιστόρημα θα κινηθεί αφενός στη σχέση που θα δημιουργηθεί ανάμεσα στα δυο παιδιά, και στην προσπάθεια του ενός να ελευθερώσει τον άλλο, αφετέρου στο μυστήριο που θα συνεχίσει να παραμένει μυστήριο μέχρι σχεδόν τις τελευταίες σελίδες. Το κακό δεν βρίσκεται κάπου έξω, το κακό βρίσκεται στο σπίτι μας, στην αγία οικογένεια, στον πρωτογενή πυρήνα της κοινωνίας μας.
Το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου μυθιστορήματος Με τις ευλογίες του Θεού διαδραματίζεται όλο σε ένα δάσος, μια βροχερή νύχτα, με ήρωες έναν κακομοίρη σαλεμένο κι ένα πανέμορφο κορίτσι. Γύρω τους ένας απροσάρμοστος πατέρας κι ένας έφηβος γιος που μαθαίνει καθημερινά πόσο σκληρή και άδικη είναι η ζωή. Χωρισμένο σε τρία μέρη, το μυθιστόρημα, στο δεύτερο μέρος, αλλάζει τους ρυθμούς του, εστιάζεται σε μία μόνο νύχτα, κι έναν τρομερό βιασμό. Δεν υπάρχει μυστήριο, ο αναγνώστης ξέρει τους ήρωες, ξέρει τι πρόκειται να συμβεί, κι όμως αγωνιά, προχωρά προς το προσχεδιασμένο τέλος, ελπίζοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ότι κάτι θα αλλάξει, ότι η φρίκη δεν θα ηγεμονεύσει στη μικρή άσκημη πόλη του ιταλικού βορρά.
Στα Εγκλήματα ο Αμανίτι υπογράφει το πιο ωραίο διήγημα της συλλογής. Εδώ υπερέχουν τα κωμικά στοιχεία. Η Ιταλία των πλαστικών χειρουργών, των πλούσιων ποδοσφαιριστών, των τηλεοπτικών σταρ και της κοκαΐνης μπαίνει στο μικροσκόπιο, επιδεικνύοντας όχι μόνο την κενότητά της αλλά και την ευκολία με την οποία μπορεί να φτάσει στο έγκλημα.
Στο ίδιο κλίμα κινείται και το Ας αρχίσει η γιορτή, ένα μυθιστόρημα το οποίο καλύπτει το χρονικό τόξο ενός εικοσιτετραώρου. Η ιστορία αναφέρεται σε μια μεγάλη γιορτή που οργανώνει σε ένα δημόσιο πάρκο ένας βαθύπλουτος τύπος ο οποίος θυμίζει απελπιστικά τον Μπερλουσκόνι. Κι εδώ υπάρχει άφθονο σασπένς, όπως υπάρχει και μια περίεργη μείξη ρεαλιστικών και υπερρεαλιστικών στοιχείων, ένα αφηγηματικό λούνα παρκ, μια χώρα που αυτοκτονεί γελώντας και διασκεδάζοντας, ενώ κάτω από το χώμα κινούνται απειλητικά, ίσως και λίγο κωμικά, οι παλιές της αξίες.
Από τη Λάσπη και μετά, όλα τα βιβλία του Αμανίτι φλερτάρουν με το αστυνομικό, χωρίς να γίνονται ποτέ αστυνομικά. Διότι, όπως λέει και η Π. Ντ. Τζέιμς, άλλο έγκλημα κι άλλο δολοφονία. Την Τζέιμς ενδιαφέρουν οι δολοφονίες, τον Αμανίτι τα εγκλήματα.
«Ναι, μου αρέσει το αστυνομικό. Δεν μου αρέσουν όμως τα βιβλία-αινίγματα στιλ Άγκαθα Κρίστι. Θέλω πάντα ο αναγνώστης να ξέρει τα πράγματα που συχνά οι χαρακτήρες δεν ξέρουν. Ο αναγνώστης πρέπει να ξέρει τα πάντα, για να μπορεί να δει πώς αντιδρούν οι χαρακτήρες, να δει τη συναισθηματική διαδρομή του κάθε προσώπου. Αν ο αναγνώστης πρέπει να παρακολουθήσει μονάχα την πλοκή, άρα στο τέλος αποκαλύπτεται ότι δολοφόνος είναι ο γιατρός που δεν είχε φανεί στο βιβλίο, ε, αυτό δεν μου αρέσει. Αν αντίθετα ξέρουμε από την αρχή ότι ήταν ο γιατρός και παρακολουθούμε πώς προσπαθεί να κρύψει την υπαιτιότητά του, αυτό μου αρέσει. Επομένως ίσως να είμαι πιο κοντά στο νουάρ, το αμερικάνικο νουάρ στιλ Τζέιμς Ελρόι παρά στο παραδοσιακό αγγλικό αστυνομικό».
Σήμερα ο Αμανίτι, ο παλιός «κανίβαλος», έχει πλέον μπει στη διδακτέα ύλη των ιταλικών σχολείων. Κατάφερε εύκολα να μη μείνει ο συγγραφέας του ενός βιβλίου, αφού τη μεγάλη επιτυχία του Εγώ δεν φοβάμαι ακολούθησαν άλλες επιτυχίες. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το Εγώ κι εσύ βρέθηκε πάλι στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων, και κίνησε από την αρχή το ενδιαφέρον ενός σκηνοθέτη σαν τον Μπερνάντο Μπερτολούτσι. Η επιτυχία, λέει ο ίδιος, τον έκανε να είναι λιγότερο κριτικός, λιγότερο επιθετικός. Ξέρει ότι οι κριτικοί, ιδιαίτερα μετά το Εγώ δεν φοβάμαι, του την είχαν στημένη, αυτό όμως δεν τον αποθάρρυνε, τον ώθησε να δει την όλη διαδικασία σαν μια σκάλα που σε κάνει να πας «ένα βήμα παραπέρα, να σηκώσεις λίγο τον πήχη…, τον οποίο, βεβαίως, κάποια στιγμή θα αναγκαστείς να ξαναχαμηλώσεις, γιατί θα ήταν ωραίο η ζωή να βρίσκεται διαρκώς σε άνοδο, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ». Το βασικό είναι να σκέφτεσαι «τον αναγνώστη σαν ένα παιδί που κάθε βράδυ πρέπει να το αποκοιμίζεις με ένα καινούργιο παραμύθι. Κι αν το παιδί πρέπει να κοιμάται κάθε βράδυ με ένα παραμύθι, δεν θα είναι όλα τα παραμύθια το ίδιο καλά. Το σημαντικό είναι να αποκοιμίσεις το παιδί».
Ο Αμανίτι μοιράζει τα βιβλία σε δύο εκδοτικούς οίκους, τον ιστορικό και προοδευτικό Einaudi και τον μεγαλύτερο οίκο της Ιταλίας, τον Mondadori – αμφότεροι πλέον ιδιοκτησίας Μπερλουσκόνι. Το θέμα τον είχε απασχολήσει στο παρελθόν, αλλά αποφάσισε να μην κάνει καμιά κίνηση εφόσον δεν του ζήτησαν ποτέ να αλλάξει έστω μια λέξη στα κείμενά του.
Ο ίδιος, πάντως, τα έχει βάλει πολλές φορές δημοσίως με τον –ας πούμε– εκδότη του. Και ανησυχεί με την κατάντια της Ιταλίας.
«Δεν είναι σαφές τι πιστεύουν αυτή τη στιγμή οι Ιταλοί. Είναι τόσο δυσαρεστημένοι, ώστε αρκούν κάποιες δημαγωγικές απαντήσεις που δίνουν οι πολιτικοί για να τους πιστέψουν. Έτσι ένας άνθρωπος σαν τον Μπερλουσκόνι, σε αυτή την εποχή της έκπτωσης των αξιών και των ιδεολογιών εμφανίζεται ως πραγματιστής, λέει πράγματα που μπορούν να αρέσουν σε ένα μέρος του κόσμου που αισθάνεται κουρασμένος. Ένας άνθρωπος που έχει στην ιδιοκτησία του τόσες τηλεοράσεις και ελέγχει τα δελτία ειδήσεων, που έχει μια ποδοσφαιρική ομάδα και συμμετέχει σε όλες σχεδόν τις οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, και ταυτόχρονα κυβερνά…, κάτι δεν πάει καλά. Σε μια δημοκρατία δεν έπρεπε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Οι Ιταλοί όμως έχουν ξεμωραθεί, μοιάζουν με ένα μωρό που κλαίει συνεχώς και στο τέλος δεν το ακούς. Κι αυτοί που καλούνται να κυβερνήσουν σήμερα, μοιάζουν με παιδιά γονέων που κάποτε είχαν μια ιδεολογία και τώρα την έχασαν, κι έγιναν στρεβλοί πραγματιστές. Και συχνά, στις προεκλογικές περιόδους, τα προγράμματα της δεξιάς και της αριστεράς μοιάζουν μεταξύ τους. Άρα όταν δεν υπάρχει η ιδέα της διαφοροποίησης αριστεράς και δεξιάς, το θέμα επικεντρώνεται στα πρόσωπα. Και τότε επιβάλλεται αυτός που μοιάζει περισσότερο στον μέσο Ιταλό. Στις δημοκρατίες ψηφίζεται εκείνος που μοιάζει περισσότερο στον ψηφοφόρο…
»Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όλα όσα έμαθα από μικρός ως κακά πράγματα, η έννοια της ανηθικότητας, η έννοια της γελοιότητας, η έννοια της χυδαιότητας, τώρα πια θεωρούνται συνηθισμένα και νόμιμα από ηθική άποψη, που δεν εκπλήσσουν πλέον κανένα. Έτσι, όταν αγανακτείς, νιώθεις ξένος προς τη χώρα σου, νιώθεις γέρος και αντιδραστικός, μπροστά σε ανθρώπους που θεωρούν φυσιολογικό ένας πρωθυπουργός να οργανώνει γιορτές με κοπέλες που παίρνει απευθείας είτε από τις τηλεοράσεις του είτε από τα καρνέ νταβατζήδων και τις πηγαίνει σπίτι του. Υπάρχει λοιπόν ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Κάποιοι από μας νιώθουμε ένα ξάφνιασμα που δεν οδηγεί πουθενά, άρα νιώθουμε ταπεινωμένοι, κατεψυγμένοι, δεν κατορθώνουμε να σκεφτούμε τίποτε άλλο…»