Στα 8 του χρόνια ο Άμος Οζ άκουσε για πρώτη φορά, να τον αποκαλούν προδότη. Ήταν το 1947 και ο μετέπειτα βραβευμένος Ισραηλινός συγγραφέας, ήταν ένα μικρό αγόρι που ζούσε στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία. Έκανε το «λάθος» να πιάσει φιλίες μ’έναν Άγγλο αξιωματικό. Η λέξη «Προδότης» γράφτηκε από αγνώστους ένα βράδυ, στο τοίχο του σπιτιού του. Έκτοτε οι έννοιες της πίστης και της προδοσίας, τον γοήτευαν.
Ακόμη και τώρα στα 77 του χρόνια, ο Οζ κατηγορείται συχνά-πυκνά ως προδότης. Για παράδειγμα το 2014 εξαπολύθηκαν σοβαρές κατηγορίες εναντίον του, όταν ο συγγραφέας καταφέρθηκε εναντίον των βανδαλισμών στους οποίους προέβησαν νεαροί έποικοι στα τζαμιά της Δυτικής Όχθης, κάνοντας λόγο για «Νεοναζί Εβραίους». Τελευταία του έχουν κολλήσει την ταμπέλα του βολεμένου, «κάτι σαν μετάλλιο ανδρείας», λέει ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος και τον έχουν αφήσει λίγο στην ησυχία του. Αυτή η εξοικείωση με την έννοια της προδοσίας, ήταν καταλυτική στο να τιτλοφορήσει ο Άμος Οζ το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ιούδας. Το βιβλίο δεν στέκεται μόνο στην πιο ατιμωτική ιστορία προδοσίας στην Ιστορία, αλλά εικονοποιεί από μιαν άλλη οπτική γωνία την Σταύρωση, αφαιρώντας παράλληλα το στίγμα από έναν χαρακτήρα που παραμένει η επιτομή του μίσους.
Ο Ιούδας βρίκεται ίσως εκτός εκδοτικής μόδας, αφού είναι ένα λεπταίσθητο εγχείρημα, ένα κομμάτι «μουσικής δωματίου» όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα έρχεται 12 χρόνια μετά το αυτοβιογραφικό «Ιστορία αγάπης και σκότους» (2004, μετάφραση: Ιακώβ Σιμπή, θεώρηση μετάφρασης-επίμετρο: Μάγκυ Κοέν), ένα από τα καλύτερα βιβλία της καριέρας του, που μεταφέρθηκε πρόσφατα στον κινηματογράφο από την Νάταλι Πόρτμαν. Σ’εκείνο το βιβλίο η αφήγηση ξετυλιγόταν μέσα από το βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Αντίθετα ο Ιούδας, οργανώνεται γύρω από έναν εριστικό ηλικιωμένο άντρα και τα επίμονα φαντάσματα που τον αναστατώνουν μια ζωή.
Στην πρόσφατη συνέντευξη μας, ο Οζ τυλιγμένος μ’ένα ολόμαλλο πουλόβερ μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά, ενώ τα γαλάζια μάτια του σπινθήριζαν πίσω από τους λεπτούς φακούς των γυαλιών του. Ρωτήθηκε για τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές (επικράτηση του Τραμπ) και είπε με νόημα: «Είμαι μεγάλος άνθρωπος και έχω δει πολλά. Ξέρω μέχρι τα μύχια της ψυχής μου πως αν πιστέψεις ότι η Ιστορία έχει τελειώσει, κάνεις τραγικό λάθος. Τίποτα δεν έχει τελειώσει».
Ο συγγραφέας άρχισε να μελετά την περίπτωση του Ιούδα από την ηλικία των 16 χρόνων, στο Κιμπούτς όπου και διέμενε. Περνούσε πολλά βράδια στην βιβλιοθήκη, παρέα με την Παλαιά Διαθήκη. Τότε ένιωθε «ερωτευμένος» με την φιγούρα του Ιησού. Θυμάται χαρακτηριστικά πως: «Διαφωνούσα μαζί του σε πολλά πράγματα, αλλά αγαπούσα την θέρμη του, την ποίηση του, το χιούμορ του». Περίπου την ίδια περίοδο, ο νεαρός Οζ ήταν εξοργισμένος με την ιστορία του Ιούδα όχι για τους συνήθεις λόγους που ένας Εβραίος θα τις έβρισκε αποκρουστικές. Οι διαφωνίες του εδράζονταν πάνω σε ορισμένες ανακρίβειες, που κατά τη γνώμη του, έβγαζαν μάτι: «Ο Ιούδας υπήρξε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας και δεν υπήρχε κανένας λόγος να δεχτεί μόνο 30 αργύρια ως δωροδοκία». Ο Οζ σημειώνει πως τα 30 αργύρια σε σημερινά λεφτά, δεν ξεπερνούν τα 600 δολάρια. Όσο για το περίφημο φιλί, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι: «Ο Ιησούς, εκείνη την περίοδο ήταν διάσημος στην Ιερουσαλήμ. Δεν εμφανιζόταν μεταμφιεσμένος, ούτε κρυβόταν. Ποιος ο λόγος να πληρώσουν κάποιοι τον Ιούδα μ’ένα πενιχρό ποσό για να τον αναγνωρίσει; Τίποτε από αυτά, δεν βγάζει νόημα».
«Ένας καλός γραφιάς», λέει ο Οζ, «θα μπορούσε να είχε επιμεληθεί καλύτερα αυτή την τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία και θα έσωζε τον κόσμο από πολλά προβλήματα. Δεν είναι μια αθώα ιστοριούλα. Ευθύνεται για τις περισσότερες αιματοχυσίες στον πλανήτη. Αυτή η ιστορία είναι το Τσέρνομπιλ του Ευρωπαϊκού αντισημητισμού. Πογκρόμ, διώξεις, ανακρίσεις, σφαγές, Ολοκαύτωμα». Με το πέρασμα του χρόνου ο Οζ κατέληξε σε μια εναλλακτική θεωρία: «Ο Ιούδας δεν ήταν τελικά προδότης, αλλά ο πιστότερος μαθητής του Ιησού. Ήταν τόσο αγνή η πίστη του Ιούδα στην θεϊκή υπόσταση του Ιησού, που τον έπεισε να προκαλέσει τις Ρωμαϊκές αρχές, έτσι ώστε να τον σταυρώσουν. Μόνο μέσα από το θαύμα της Ανάστασης, μπορούσε η ανθρωπότητα να λυτρωθεί. Αντ’αυτού ο Ιούδας είδε τον Ιησού να υποφέρει. Είχε παραβλέψει την ανθρώπινη διάσταση του. Ένιωσε υπεύθυνος, δεν το άντεξε και κρεμάστηκε από τύψεις».
Αυτή η θεωρία άνοιξε τον δρόμο για το μυθιστόρημα (ο εβραϊκός τίτλος είναι Το ευαγγέλιο του Ιούδα). Ο Οζ μέσα από τις απόψεις του βασικού ήρωα Σμούελ Ας, ενός αποσυνάγωγου μελετητή της Βίβλου, υποστηρίζει θερμά αυτή την εκδοχή. Είναι η εκδοχή του Ιούδα. Τον χειμώνα του 1959 ο νεαρός φοιτητής Σμούελ Ας, παρατά τις σπουδές του και βρίσκει καταφύγιο σε ένα πέτρινο σπίτι με παράξενους ενοίκους. Εκεί κερδίζει τα προς το ζην κρατώντας συντροφιά σ’έναν ηλικιωμένο και εκκεντρικό άνδρα. Το γεμάτο βιβλία σπίτι του οποίου είναι στοιχωμένο από φαντάσματα, συμπεριλαμβανομένης και της τραγικής φιγούρας του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ. Ένα πρόσωπο που κατά κάποιο τρόπο πλησιάζει στην εικόνα ενός σύγχρονου Ιούδα.
Ο Αμπραβανέλ αποτελεί σίγουρα μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες δημιουργίες του Οζ. Περιγράφεται ως ένας ηγέτης του πρώιμου Σιωνισμού, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον αρχηγικό του ρόλο όταν απέρριψε την ιδέα του αδιαίρετου Εβραϊκού Κράτους. Πρότεινε αντίθετα, την Αραβοεβραϊκή συνύπαρξη κάτω από ένα διεθνές προτεκτοράτο. Περιθωριοποιήθηκε αρχικά και εν συνεχεία κατηγορήθηκε ως προδότης του Σιωνισμού. «Έλεγαν πως ήταν το μπάσταρδο παιδί ενός Άραβα», σημειώνει ο Οζ. Ο κριτικός λογοτεχνίας Άνταμ Κιρς, χαρακτηρίζει το βιβλίο προβοκατόρικο. Εστιάζει τη κριτική του στη σύνδεση του Ιούδα με τον χαρακτήρα του Αμπραβανέλ: «Αυτή η ταύτιση μας δείχνει ότι η Ισραηλινή Αριστερά, όπως ο Ιούδας, καταγγέλεται ως προδοτική. Κατά βάθος όμως, δείχνει την βαθιά της αφοσίωση στον σκοπό. Το να χρησιμοποιεί κάποιος την Χριστιανοσύνη για να επιχειρηματολογήσει περί της Ισραηλινής πολιτικής ιστορίας, είναι τουλάχιστον ριψοκίνδυνη ενέργεια».
Ο Άμος Οζ δεν κουβεντιάζει οποιαδήποτε αλληγορική ερμηνεία του βιβλίου, που αναφέρεται δε στα πολιτικά του πιστεύω. Ο ίδιος λέει γι αυτό: «Εάν ενδιαφέρεται κάποιος για τα κρυφά μηνύματα στα βιβλία μου, μπορεί να τα αναζητήσει στο διαδίκτυο. Υπάρχουν παντού. Σε καμία περίπτωση δεν θα ξόδευα πέντε χρόνια από τη ζωή μου για να υποδείξω στους Ισραηλίτες τι θα κάνουν και τι όχι». Παρόλα αυτά, είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις τον Ιούδα χωρίς να διακρίνεις στον Αμπραβανέλ ένα ισχυρό ίχνος του Οζ, ο οποίος επί δεκαετίες ήταν μια μοναχική, παθιασμένη φωνή, που υποστήριζε την λύση των δύο κρατών (από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, έως και τα τέλη του ’80). Τότε ήταν που εγκαταλείφθηκε οριστικά σχεδόν η ιδέα αυτή, ενώ πολλοί σύντροφοι του από την τότε Αριστερά, σήμερα είναι υποστηρικτές πιο ριζοσπαστικών λύσεων. Είτε αυτό εκφράζεται από την πλευρά της Αριστεράς, είτε της Δεξιάς. Κυρίως της δεύτερης.
Ο περίφημος αρχυσυντάκτης του «New Yorker», Ντέιβιντ Ρέμνικ αναφέρεται συχνά πυκνά στον λογοτεχνικό πλούτο του Άμος Οζ. Έχει πει σχετικά ότι: «είναι ένας ανεξάντλητος συγγραφέας, ερωτευμένος με την τέχνη του. Ένας ατρόμητος και ειλικρινής καλλιτέχνης, που έχει προειδοποιήσει άπειρες φορές για τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού». Ο Οζ παραμένει η προσωποποίηση της παλιάς σχολής του φιλελεύθερου Σιωνισμού. Μια τάση που πολλοί στο Ισραήλ σήμερα λοιδωρούν ως ξεπερασμένη, ονειροπαρμένη και ιδεαλιστική. Ο ίδιος δεν νοιάζεται εάν οι ιδέες του παραμένουν στη μόδα. Επειδή πολλές φορές η σκέψη του Οζ είναι μπροστά από την εποχή της, αυτό έχει και την αρνητική της πλευρά. Αποτελεί έτοιμη τροφή, για όσους θέλουν να τον κατηγορήσουν σαν προδότη. Στον Ιούδα ο Σμούελ Ας, προσφέρει συνοπτικά τον ορισμό του προδότη: «Οποιοσδήποτε θελήσει να αλλάξει, θα χαρακτηρίζεται προδότης από εκείνους που δεν θέλουν να αλλάξουν και φοβούνται μέχρι θανάτου κάθε αλλαγή. Είναι εκείνοι που δεν θέλουν να καταλάβουν και γι’ αυτό το λόγο μισούν κάθε αλλαγή».
Μολονότι ο Οζ αντιστέκεται στις προβλέψεις, σε ανύποπτο χρόνο έχει πει πως το τελευταίο του βιβλίο, αποτελεί μια νέα καταμέτρηση δυνάμεων. Ένα άλμα προόδου κατά της απροσδιόριστης ειρήνης, την οποία ο Οζ προπαγάνδιζε όλα αυτά τα χρόνια: «Την ημέρα που οι Ισραηλίτες θα οποκαλέσουν τον Νετανιάχου προδότη, τότε ίσως να πιστέψω πως ίσως κάτι κινείται…»
Συνέντευξη: Gal Beckerman/ Ν.Υ.Times
Απόδοση στα ελληνικά: Ν.Κ
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ